in

Περί “γυναικείας συντροφιάς” ο λόγος..

…γράφει η

Ευαγγελία Φανουράκη Αντιδήμαρχος Δημόσιας Υγείας και Δημοσίων Σχέσεων Δήμου Αγίου Νικολάου

“Δεν υπερβάλλω όταν λέω πως υπήρξα φεμινίστρια από το νηπιαγωγείο”, γράφει η Ιζαμπέλ Αλιέντε, σπουδαία Χιλιανή λογοτέχνης και η Σώτη Τριανταφύλλου που προλογίζει το βιβλίο της “οι γυναίκες της ψυχής μου”, συνεχίζει στο εισαγωγικό της σημείωμα, ως εξής “ ίσως γι αυτό πολλές γυναίκες σαν εμένα δεν υπήρξαμε ποτέ φεμινίστριες… ο φεμινισμός βρισκόταν πίσω μας. Είχαν προηγηθεί νικηφόροι αγώνες , γυναίκες που ήταν φεμινίστριες από το νηπιαγωγείο – δε νιώθαμε λοιπόν την ανάγκη να είμαστε φεμινίστριες. Ήμασταν, είμαστε άνθρωποι και πολίτες… είμαστε και γυναίκες για όποιον ενδιαφέρεται για το φύλο μας. Δεν έχουμε ειδικές δεξιότητες, ειδικές ανάγκες ή ειδικές ευαισθησίες. Μπορούμε να σκεφτόμαστε και να ενεργούμε με εξυπνάδα ίση με εκείνη των ανδρών… φοβάμαι ότι δεν πάμε πίσω ούτε σε ανοησία. (…)”

Μεγαλώνοντας σε μια οικογένεια όπου η ισότητα μεταξύ των δυο φύλων –  επαγγελματικά και προσωπικά – ήταν καθημερινότητά μου, ποτέ δεν χρειάστηκε να αισθανθώ οτιδήποτε άλλο εκτός από άνθρωπος. Ακόμα κι ο παππούς, στον οποίο χρωστάω το όνομά μου και την πολιτική μου ταυτότητα, παρόλο που προερχόταν από μια γενιά με έντονο άρωμα πατριαρχίας, παρόλο που με την σύζυγο και τις κόρες του ήταν πάντα ιδιαίτερα αυστηρός ως προς τις συνήθειες και τις επιλογές τους, πάντα, μα πάντα τις στήριζε – κι εμένα αργότερα – να “πατήσουν πόδι” και να βρουν την δικιά τους ταυτότητα, σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. 

Έχοντας σπουδάσει σε τρία διαφορετικά πανεπιστημιακά ιδρύματα κι έχοντας εργαστεί σε δύο τραπεζικούς οργανισμούς και σε μια δημόσια υπηρεσία, υπήρξα από εκείνες τις τυχερές γυναίκες που δεν έτυχε διαφορετικής αντιμετώπισης λόγω του φύλου της, ενώ αυτό δεν αναιρεί το ότι πολλές γυναίκες αντιμετωπίζουν καθημερινά τέτοιες συμπεριφορές και δίνουν διπλό αγώνα απέναντι σε φυλετικές ανισότητες για να αποδείξουν την αξία τους. Με αυτές τις σκέψεις και προσλαμβάνουσες ασχολήθηκα το 2019 με τα κοινά του τόπου μας, ως άνθρωπος με πολλούς ρόλους και πολλά πρόσωπα που ένα από αυτά είναι, το ότι είμαι γυναίκα. Κι ως άνθρωπος, αντιμετώπισα κι αντιμετωπίστηκα μέχρι και την εκλογή μου, όταν τότε για πρώτη και μοναδική φορά κάποιος, αναφέρθηκε στο πρόσωπό μου ως “λάθος της ποσόστωσης”, αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία, που φοβάμαι πως θα μου δώσουν την αφορμή, να σας την γράψω σύντομα.

Ο λόγος που σήμερα κάνω αυτή την μακροσκελή εισαγωγή, είναι τέσσερα τηλεφωνήματα που έχω δεχθεί από γυναίκες τεσσάρων διαφορετικών τοπικών κοινοτήτων του Δήμου μας, σχετικά με την ίδρυση “γυναικείων συντροφιών”… Οι τέσσερις αυτές φίλες με κάλεσαν (χωρίς η μια να έχει σχέση με την άλλη) για να δουν αν θα επέλεγα να συμμετάσχω σε μια τέτοια δράση γιατί ήταν προβληματισμένες κι εκείνες για τον ρόλο που θα κληθούν να επιτελέσουν. Η απάντησή μου ήταν ρητά και κατηγορηματικά αρνητική. 

Σέβομαι και θαυμάζω τους συνεταιρισμούς γυναικών που βοήθησαν μέσω του τρόπου λειτουργίας τους γυναίκες να δημιουργήσουν ένα εισόδημα χάριν στις ικανότητές τους πχ στην μαγειρική ή την ραπτική, συνδράμοντας ενεργά στην κοινωνική οικονομία, αλλά και την διατήρηση της παράδοσης. Σέβομαι και θαυμάζω επίσης τις γυναίκες που επέλεξαν να μπουν στον κλάδο του εμπορίου εξασφαλίζοντας χρηματοδοτήσεις κι αξιοποιώντας εργαλεία για την “γυναικεία επιχειρηματικότητα” προσφέροντας προστιθέμενη αξία όχι μόνο στις επιχειρήσεις τους αλλά και στην οικονομία γενικότερα. Αυτές οι γυναίκες αποτελούν φάρο και παράδειγμα για το πως μια γυναίκα με πολλαπλούς ρόλους μπορεί να είναι δημιουργική κι αποδοτική, ιδιαίτερα όταν συνεργάζεται.

Όμως, είναι ξεκάθαρο πως μια γυναίκα μπορεί να είναι το ίδιο δραστήρια, το ίδιο δημιουργική κι ίσως περισσότερο αποδοτική όταν το πλαίσιο συνεργασίας της, δεν την περιορίζει μόνο στα άτομα του ίδιου φύλου. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ μια γυναίκα χειρούργο να επιθυμεί να συνεργάζεται μόνο με γυναίκες νοσηλεύτριες ή γυναίκες αναισθησιολόγους, ούτε και μια γυναίκα εκπαιδευτικό να εργάζεται σε ιδιωτικό εκπαιδευτήριο που θα αποτελούνταν μόνο από γυναίκες εκπαιδευτικούς. Το θεωρώ αστείο – αν όχι επικίνδυνο – να μπούμε σε μια συζήτηση αντιστροφής γεγονότων της ιστορίας, που δεν ωφέλησαν κανένα από τα δυο φύλα.

Σε ένα Δήμο, όπου το βασικό κοινωνικό ζήτημα είναι η συνοχή μεταξύ των διαφορετικών τοπικών κοινοτήτων που πολλές φορές απέχουν τόσο χιλιομετρικά, ώστε να έχουν από διαφορετικό κλίμα έως και διαφορετικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, το ζητούμενο δεν είναι η διάσπαση της κοινωνίας σε ακόμα μικρότερα τμήματα. Δεν είναι η κοινωνία μας, μια μελέτη διαστρωμάτωσης για το φύλο και δεν πρέπει να γίνει. Κι ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης, δεν θα πρέπει να είναι η ενίσχυση της διαφοροποίησης, αλλά η ενσωμάτωση – η συμπερίληψη – κάτι στο οποίο μέχρι σήμερα και βάζω και τον εαυτό μου μέσα, δεν το έχουμε πετύχει ιδιαίτερα. 

Κι εδώ βάζω μερικούς αστερίσκους: 

* Προφανώς και μου αρέσει να βγαίνω για καφέ και κουβέντα με τις φίλες μου, να δημιουργούμε η μια για την άλλη ένα υποστηρικτικό πλαίσιο για τα προβλήματα που δημιουργούνται στους πολλαπλούς ρόλους μας. Το ίδιο απολαμβάνω όμως και την συζήτηση με τους φίλους μου, του αντίθετου φύλου κι ακόμα περισσότερο όταν η παρέα είναι ανάμεικτη. Το ένα δεν χρειάζεται και δεν πρέπει να αναιρεί το άλλο.

** Δεν πρέπει να συγχέουμε τον φεμινισμό με την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών. Είναι σαφές πως απέναντι σε πατριαρχικές νοοτροπίες που θέλουν την γυναίκα “τρόπαιο” ή “κτήμα”  είμαστε όλες ενωμένες. Ακόμα όμως κι εκεί, το δίκτυο προστασίας της κακοποιημένης γυναίκας είναι παράλογο να αποκλείει το ανδρικό φύλο. Είναι μια τελείως διαφορετική διαδικασία και η μεθοδολογία της αντιμετώπισης απαιτεί συνεργασία με ειδικούς φορείς. 

Σαφώς, παρά την διαφορετική μου άποψη, δεν θα απέτρεπα ποτέ τις φίλες μου να συμμετάσχουν σε αυτές τις μαζώξεις, όμως με τον ίδιο τρόπο που θα απαντούσα στην κόρη μου αν μου έλεγε ότι θα ξεκινούσε να κάνει παρέα μόνο με κορίτσια, θα θέσω δυο προβληματισμούς. Ο πρώτος  αφορά τον κίνδυνο μιας ιδιάζουσας γκετοποίησης που βλέπει τις κοινωνικές ανάγκες ουσιαστικά μέσω ενός και μοναδικού πρίσματος – του φύλου – και που οδηγεί την γυναίκα σε μειωμένες επιλογές κι ενίσχυση των στερεότυπων (γυναικείες συνήθειες, γυναικεία επαγγέλματα, γυναικεία ρούχα) – γλυκό του κουταλιού και κέντημα. Ο δεύτερος αφορά τον κίνδυνο της απομάκρυνσης από τις λύσεις των πραγματικών προβλημάτων της κάθε περιοχής, τα οποία για να λυθούν χρειάζονται την συμμετοχή, την προσπάθεια, τις ιδέες και το πηγαίο ενδιαφέρον κι από τα δυο φύλα μαζί. 

Κλείνοντας, παρά τους όποιους προβληματισμούς μου, θα ευχηθώ αυτός ο θεσμός που πάει να δημιουργηθεί, να αποκτήσει ουσιαστικό ρόλο τόσο στην πρόοδο των γυναικών που θα συμμετάσχουν  όσο και των τοπικών κοινωνιών και να διαψεύσει τις ανησυχίες μου, ιδιαίτερα μετά το πέρας της προεκλογικής περιόδου.

Ευαγγελία Φανουράκη

Αντιδήμαρχος Δημόσιας Υγείας και Δημοσίων Σχέσεων