in ,

Απόφαση σταθμός που αφορά και εργαζομένους του Δήμου Αγίου Νικολάου, για τις διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου, μελέτη από δικηγόρο.

ΜΕΛΕΤΗ-ΕΙΣΗΓΗΣΗ

Της Χρύσας Ι. Ραμνιοδοπούλου – Δικηγόρου

ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΕΕ C-760/18 ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΔΙΑΔΟΧΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΣΕ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ, ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΑΤΑΧΡΗΣΕΩΝ ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ ΕΡΓΟΔΟΤΩΝ

Χρύσα Ι. Ραμνιοδοπούλου ΔικηγόρουΙ. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Στην παρούσα μελέτη, θα πραγματοποιηθεί μία εκτενής αναφορά στις διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες διέπονται από τις διατάξεις της ευρωπαϊκής οδηγίας 1999/70 και ειδικότερα θα εξετασθεί η δυνατότητα μετατροπής τους, σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, σε περιπτώσεις καταχρηστικών πρακτικών εκ μέρους των εργοδοτών, οι οποίες υπονομεύουν την διασφάλιση της εργασιακής σταθερότητας για τους εργαζομένους. Σημαντικό ρόλο για τη διερεύνηση του ανωτέρω ζητήματος, διαδραματίζει η πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ, επί της υπόθεσης C-760/2018, η οποία εκδόθηκε κατόπιν υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων από το Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου. Σύμφωνα με την οδηγία, 1999/70, η οποία επικύρωσε κι ενσωμάτωσε την από 18.03.1999 συμφωνία- πλαίσιο, που συνήφθη μεταξύ διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα (CES, UNICE και CEEP), οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου αποτελούν την γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών κι εργαζόμενων, αποτελώντας «τυπικές» συμβάσεις εργασίας, από τις οποίες αποκλίνουν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, με αποτέλεσμα οι τελευταίες να εντάσσονται στην κατηγορία των «άτυπων» συμβάσεων εργασίας.

Δυνάμει της ρήτρας 1 της ως άνω συμφωνίας-πλαισίου, η οποία ρυθμίζει καίρια ζητήματα σχετικά με την δεύτερη αυτή μορφή συμβάσεων εργασίας, επιδιώκεται ένας διπλός στόχος, ο οποίος έγκειται αφενός στην απαγόρευση διακριτικής μεταχείρισης των εργαζομένων που καταρτίζουν συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου σε σχέση με εκείνους που καταρτίζουν συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και αφετέρου στην κατοχύρωση ενός θεσμικού πλαισίου από τα κράτη μέλη, έτσι ώστε να αποτρέπεται η καταχρηστική προσφυγή των εργοδοτών σε σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου. Ο δεύτερος αυτός στόχος, ο οποίος θα εξετασθεί αναλυτικά κατωτέρω, προβλέπεται στην ρήτρα 5 της ως άνω συμφωνίας-πλαισίου. Η συμφωνία-πλαίσιο λαμβάνει υπόψη της την αναγκαιότητα κατάρτισης συμβάσεων ορισμένου χρόνου υπό προϋποθέσεις, ορίζοντας τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις, που πρέπει να συντρέχουν, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η αποτελεσματική εκπλήρωση του σκοπού της. Για την αποτροπή, μάλιστα, της καταχρηστικής προσφυγής των εργοδοτών στις συμβάσεις αυτές, οι οποίες  δεν εξασφαλίζουν στους εργαζομένους την εργασιακή σταθερότητα, που τους παρέχουν οι αντίστοιχες συμβάσεις αορίστου χρόνου, εναποτίθεται στα κράτη-μέλη, να ορίσουν τα αναγκαία και πρόσφορα μέτρα στην εθνική τους νομοθεσία, για την προστασία τους, τα οποία διαζευκτικά ή και σωρευτικά μπορούν να είναι : α) η πρόβλεψη αντικειμενικών λόγων, που δικαιολογούν την κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, β) η μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων/ σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και γ) ο αριθμός των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων/σχέσεων εργασίας, ή άλλα ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα. Στο πλαίσιο αυτό, θα επιχειρηθεί στην παρούσα εισήγηση, η ανάλυση και ο σχολιασμός της απόφασης του ΔΕΕ επί της υπόθεσης C-760/2018, σχετικά με την δυνατότητα μετατροπής των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, σε περίπτωση που δεν συντρέχει κάποια από τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, που προβλέπονται από το ενωσιακό δίκαιο, για την κατάρτισή τους.

ΙΙ. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η υπόθεση C-760/18, η οποία εισήχθη στο ΔΕΕ, κατόπιν υποβολής προδικαστικών ερωτημάτων από το Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου, αφορά στο ζήτημα της μετατροπής των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, στον δημόσιο τομέα, λόγω διαπίστωσης καταχρηστικών πρακτικών εκ μέρους των εργοδοτών. Συγκεκριμένα, η επίδικη διαφορά προέκυψε δυνάμει της απασχόλησης ορισμένων εργαζομένων, κατά διαφορετικά χρονικά σημεία, εντός του έτους 2015, με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης και με τις προβλεπόμενες νόμιμες μηνιαίες αποδοχές στον Δήμο Αγίου Νικολάου, αρχικά για χρονικό διάστημα 8 μηνών, το οποίο εν συνεχεία παρατάθηκε έως τις 31.12.2017, (οπότε και ο Δήμος Αγίου Νικολάου προέβη σε καταγγελία τους), αναδρομικά και χωρίς διακοπή, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές διατάξεις, με την συνολική διάρκεια των συμβάσεων να κυμαίνεται μεταξύ 24 και 29 μηνών. Κατά το αιτούν Δικαστήριο, μάλιστα, που υπέβαλε το προδικαστικό ερώτημα ενώπιον του ΔΕΕ, δεν προηγήθηκε εκτίμηση εκ μέρους του Δήμου, για το αν εξακολουθούσαν να συντρέχουν οι αντίστοιχες εποχικές, περιοδικές ή πρόσκαιρες ανάγκες, στις οποίες αρχικά στηρίχθηκε η σύναψη των εν λόγω συμβάσεων, έτσι ώστε να δικαιολογηθεί η παράταση της ισχύος τους.

Οι εν λόγω εργαζόμενοι, θεωρώντας ότι η συμπεριφορά του εργοδότη τους, αντιβαίνει στο σκοπό της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου, ως καταχρηστική, άσκησαν αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου, με την οποία αιτήθηκαν «αφενός να αναγνωρισθεί ότι εξακολουθούν να συνδέονται με το Δήμο Αγίου Νικολάου με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ότι είναι άκυρη η καταγγελία των συμβάσεών τους την 31η Δεκεμβρίου 2017 και αφετέρου να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, υπό την απειλή χρηματικής ποινής, να τους απασχολεί δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου

ΙΙΙ. ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ- ΥΠΟΒΟΛΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΔΕΕ

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου, εξετάζοντας την ανωτέρω υπόθεση, επεσήμανε κατ’ αρχήν ότι η οδηγία 1999/70 ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο, μέσω του ΠΔ 164/2004, το οποίο περιλαμβάνει ρυθμίσεις αποκλειστικά για τον δημόσιο τομέα, προβλέποντας μέτρα, για την αποτροπή καταχρηστικών πρακτικών των εργοδοτών, σχετικά με την σύναψη διαδοχικών συμβάσεων/ σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Επίσης, υπενθύμισε ότι εξακολουθεί να ισχύει το άρθρο 8 του Ν.2112/1920 που προβλέπει ως κύρωση, την ακυρότητα, για τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, των οποίων η διάρκεια δεν δικαιολογείται από την φύση της σύμβασης, αλλά καταρτίσθηκαν προς το σκοπό της καταστρατήγησης των διατάξεων της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Εξάλλου, οι εθνικές διατάξεις δεν απαγορεύουν την σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, αρκεί να διαπιστώνεται η συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, οι οποίες ορίζονται στο άρθρο 5 ΠΔ 164/2004, και αφορούν ιδίως στην ύπαρξη κάποιου αντικειμενικού    λόγου, την έγγραφη σύμβαση κάθε νέας διαδοχικής σύμβασης εργασίας και την τήρηση του ανώτατου ορίου των τριών παρατάσεων.

Σημαντική αλλαγή, μάλιστα, στο συνταγματικό καθεστώς του ελληνικού κράτους, όπως τόνισε το αιτούν Δικαστήριο, επήλθε με την αναθεώρηση του 2001, με το άρθρο 103 Συντ., στην παράγραφο 8 του οποίου προβλέπεται ρητά η απαγόρευση μετατροπής των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων του δημόσιου τομέα, σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, ακόμα και στην περίπτωση που μέσω αυτών καλύπτονται πάγιες και όχι πρόσκαιρες ανάγκες του εργοδότη. Μέχρι την θέσπιση της συνταγματικής αυτής πρόβλεψης, ο Ν. 2112/1990 εφαρμοζόταν από την ελληνική νομολογία ως «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο» με τα προβλεπόμενα στην ρήτρα 5, της συμφωνίας πλαισίου, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, μέσω ορθού νομικού χαρακτηρισμού, καθώς δεν προσέκρουε σε κάποιον ιεραρχικά ανώτερο κανόνα δικαίου. Ωστόσο, μετά την αναθεώρηση του 2001, η δυνατότητα αυτή πλέον εκλείπει, λόγω της νέας συνταγματικής πρόβλεψης, που την αποκλείει με τρόπο σαφή και απόλυτο, με αποτέλεσμα να περιορίζεται δραστικά η προστασία των εργαζομένων.

Όπως, μάλιστα, επισημαίνει το αιτούν Δικαστήριο, το Ελεγκτικό Συνέδριο απεφάνθη, σε αντίστοιχη υπόθεση, ότι η παράταση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ιδιωτικού δικαίου συνεπάγεται την δημιουργία μιας ανεπίτρεπτης διαδοχικότητας συμβάσεων, οι οποίες συνομολογούνται ανάμεσα στον ίδιο εργοδότη κι εργαζόμενο, με τους ίδιους όρους εργασίας και με την ίδια ειδικότητα, δίχως να συντρέχουν αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια, δυνάμει των οποίων θα μπορούσε να εκτιμηθεί αν πράγματι με αυτήν, εξυπηρετείται κάποια γνήσια ανάγκη και αν αποτελεί πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο για την ικανοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού, με αποτέλεσμα να υφίσταται πραγματικός κίνδυνος κατάχρησης αυτής της μορφής των συμβάσεων.

Επεκτείνοντας, την συλλογιστική του πορεία, το αιτούν δικαστήριο εξέφρασε το ερώτημα αν η εθνική ρύθμιση, με την οποία ενσωματώθηκε η συμφωνία-πλαίσιο στο εσωτερικό μας δίκαιο, είναι συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο, εφόσον ερμηνεύεται υπέρ της εξαίρεσης της αυτοδίκαιης παράτασης των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου από την έννοια των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, μόνο για τον λόγο ότι δεν απαιτείται η έγγραφη κατάρτιση μίας νέας σύμβασης εργασίας, αλλά απλώς παρατείνεται η διάρκεια της ήδη συναφθείσας. Στην υπό κρίση υπόθεση, μάλιστα, το Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου υποστήριξε ότι εν προκειμένω παραβιάσθηκαν από την πλευρά του εργοδότη, όλα τα μέτρα για την αποτροπή της κατάχρησης, που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6 ΠΔ 164/2004, σχετικά με την κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προς συμμόρφωση με την ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, καθώς μεταξύ των παρατάσεων των επίδικων συμβάσεων εργασίας δεν παρήλθε κανένα χρονικό διάστημα, ούτε συνέτρεχε κάποιος αντικειμενικός λόγος, που τις δικαιολογούσε. Μάλιστα, αμφισβήτησε τις ειδικότερες εθνικές ρυθμίσεις, δυνάμει των οποίων είναι δυνατόν ο αριθμός των ανανεώσεων, σε αντίστοιχες περιπτώσεις, να υπερβεί τις τρεις (3) και η συνολική διάρκεια των συμβάσεων να υπερβαίνει την ανώτατη χρονική διάρκεια των 24 μηνών, που έχει θεσπισθεί με το ΠΔ 164/2004. (βλ. άρθρο 167 Ν. 4099/2012, δυνάμει του οποίου, οι υπό κρίση συμβάσεις εργασίας μπορούν να παραταθούν αυτοδικαίως, μόνο με την έκδοση των σχετικών διαπιστωτικών πράξεων δίχως να λαμβάνει χώρα καμία άλλη διαδικασία και δίχως να αξιολογείται αν εξακολουθούν να συντρέχουν οι εκάστοτε ανάγκες, για την εξυπηρέτηση των οποίων καταρτίσθηκαν αρχικά οι συγκεκριμένες συμβάσεις.)

Ολοκληρώνοντας την συλλογιστική του πορεία, το αιτούν Δικαστήριο διαπίστωσε, ότι στην επίμαχη περίπτωση, η παράταση της διάρκειας των επιμέρους συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου έως τις 31.12.2017, ενώ είχαν συναφθεί εντός του έτους 2015, σε διαφορετικά χρονικά σημεία, πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι δεν εξυπηρετούσε πρόσκαιρες, εποχικές ή περιοδικές ανάγκες. Δυνάμει των ανωτέρω, υπέβαλε τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, κατ’ άρθρο 267 Σ.Λ.Ε.Ε, στο ΔΕΕ:

  1. A) Για το αν η έννοια των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου περιλαμβάνει και τις διαδοχικές αυτοδίκαιες παρατάσεις σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, δυνάμει ρητής διάταξης του εθνικού δικαίου, παρότι δεν καταρτίζεται νέα έγγραφη συμφωνία μεταξύ των μερών, αλλά επεκτείνεται η ισχύς της ήδη υφιστάμενης σύμβασης εργασίας.

Β) Αν η υποχρέωση σύμφωνης προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνείας του εσωτερικού δικαίου, περιλαμβάνει και την δυνατότητα εφαρμογής της εθνικής διάταξης του α. 8§3 Ν.2112/1920, ως «ισοδύναμου νομοθετικού μέτρου» κατ’ επιταγή της ρήτρας , σημ.1,της συμφωνία-πλαισίου και ως εκ τούτου ο εθνικός δικαστής να είναι σε θέση να προβεί στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των καταχρηστικών διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου.

Γ) Εφόσον η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι καταφατική, αν η διάταξη του άρθρου 103 §7 και 8 Συντ., που απαγορεύει απολύτως, στον δημόσιο τομέα, τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτη η εφαρμογή ενός «ισοδύναμου νομοθετικού μέτρου» όπως αυτού που προβλέπεται στο άρθρο 8§3 Ν.2112/1920, πρέπει επίσης να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του ενωσιακού δικαίου, έτσι ώστε να υφίσταται η δυνατότητα του δικαστή για ορθό νομικό χαρακτηρισμό των καταχρηστικών διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, σε περίπτωση, που μέσω αυτών εξυπηρετούνται πάγιες και διαρκείς ανάγκες, όπως συνέβαινε πριν την αναθεώρηση του 2001.

IV. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΕΕ ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΡΩΤΗΜΑΤΩΝ

1. ΕΠΙ ΤΟΥ Α’ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ

Το ΔΕΕ, προς απάντηση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, που υπέβαλε το αιτούν Δικαστήριο, επεσήμανε για ακόμα μία φορά, ότι μέσω της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου, επιδιώκεται η αποτροπή της καταχρηστικής κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, καθώς μέσω τέτοιων πρακτικών, περιορίζεται η προστασία των εργαζομένων, οι οποίοι τελούν υπό καθεστώς πλήρους αστάθειας και αβεβαιότητας, ως προς τις εργασιακές τους σχέσεις. Μάλιστα, ακολουθώντας την ίδια συλλογιστική πορεία με αυτή της υπόθεσης C-331/17, επανέλαβε ότι η εν λόγω ρήτρα υποχρεώνει τα κράτη-μέλη να ενσωματώσουν στην εσωτερική τους έννομη τάξη διαζευκτικά ή σωρευτικά τα μέτρα που αναφέρονται σε αυτήν, σε περίπτωση που δεν έχουν θεσπίσει άλλα ισοδύναμα, εξασφαλίζοντας την δεσμευτικότητα και την αποτελεσματικότητά τους. Επίσης, επεσήμανε ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου έχει εφαρμογή μόνο επί κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας και όχι επί της σύναψης της αρχικής σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, ωστόσο εν προκειμένω κλήθηκε να εξετάσει αν η αυτοδίκαιη παράταση τέτοιας μορφής συμβάσεων υπάγεται στην έννοια της διαδοχικότητας.

Κατά το ΔΕΕ, σύμφωνα με πάγια νομολογία, με την ρήτρα 5, σημ.2, στ..α της συμφωνίας-πλαισίου, εναπόκειται κατ’ αρχήν στα κράτη-μέλη και/ή στους κοινωνικούς εταίρους να καθορίζουν τις προϋποθέσεις, δυνάμει των οποίων, οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου πρέπει να χαρακτηρίζονται ως «διαδοχικές», όμως η διακριτική τους αυτή ευχέρεια δεν είναι απεριόριστη, διότι δεν πρέπει να τίθεται σε κίνδυνο ο σκοπός και η πρακτική-αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου. Βέβαια, εν προκειμένω, κατά το ΔΕΕ, μέσω της αυτοδίκαιης παράτασης των συμβάσεων-εργασίας ορισμένου χρόνου, δίχως μάλιστα την κατάρτιση νέας έγγραφης σύμβασης, θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι υποδαυλίζεται το αντικείμενο και ο στόχος περί αποτροπής της κατάχρησης, που εξειδικεύεται στη ρήτρα 5 της ως άνω συμφωνίας-πλαισίου, καθώς πολλοί εργαζόμενοι θα απασχολούνταν, για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, ανεξέλεγκτα και δίχως προηγούμενη εκτίμηση περί πραγματικής συνδρομής προσωρινών αναγκών των φορέων, κατ’ απόλυτη καταστρατήγηση του ενωσιακού δικαίου. Το ΔΕΕ, υποστηρίζοντας μάλιστα, ότι η διάρκεια της σύμβασης εργασίας αποτελεί ουσιώδες στοιχείο κάθε σύμβασης ορισμένου χρόνου, η αλλαγή της ημερομηνίας λήξης της αποτελεί ουσιώδη τροποποίηση αυτής και ως εκ τούτου δύναται να εξομοιωθεί με την κατάρτιση νέας σχέσης εργασίας ορισμένου χρόνου, ως διαδοχικής της ήδη υφιστάμενης, υπαγόμενης στο πεδίο-εφαρμογής της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου, ανεξαρτήτως της ισχύος εθνικών ρυθμίσεων, που επιτρέπουν την μονομερή παράταση ή ανανέωση. Εξάλλου, η θέσπιση μίας εθνικής διάταξης , η οποία θα επέτρεπε με τρόπο γενικό και αφηρημένο, την κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, είναι μη συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο, διότι δεν είναι δυνατή η εκτίμηση, βάσει αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων, ούτε ως προς την ουσιαστική συνδρομή γνήσιων αναγκών, αλλά ούτε ως προς την προσφορότητα και αναγκαιότητα αυτών των συνεχών ανανεώσεων, ως προς την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού περί αποτροπής της κατάχρησης. Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, στην επίδικη υπόθεση, στην οποία δεν έλαβε χώρα καμία διακοπή ανάμεσα στην αρχική σύμβαση εργασίας και στις επόμενες συμβάσεις εργασίας, που ακολούθησαν, ενώ παράλληλα οι εργαζόμενοι εξακολούθησαν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους, ακατάπαυστα για τον ίδιο εργοδότη, υπό τους ίδιους όρους, αντικείμενο και συνθήκες εργασίας, η αυτοδίκαιη παράταση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δύναται να χαρακτηρισθεί ως ανανέωση, ήτοι ως νέα σύμβαση, με αποτέλεσμα να μπορεί να γίνει λόγος για «διαδοχικότητα». Επομένως, δυνάμει της ανωτέρω συλλογιστικής πορείας που ακολούθησε το ΔΕΕ, όσον αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η έννοια των «διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου» περιλαμβάνει και την αυτοδίκαιη παράταση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, παρότι δεν καταρτίζεται εγγράφως νέα σύμβαση, αλλά παρατείνεται απλώς η διάρκεια της αρχικής.

2. ΕΠΙ ΤΟΥ Β’ ΚΑΙ Γ’ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ

Όσον αφορά το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το ΔΕΕ επέλεξε να τα εξετάσει από κοινού, λόγω της άμεσης συνάφειάς τους. Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι εφόσον ο επιδιωκόμενος σκοπός περί αποτροπής καταχρηστικών πρακτικών, ως προς την σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, πρέπει να εξυπηρετείται με τρόπο αποτελεσματικό και υποχρεωτικό από τα κράτη-μέλη, μέσω της θέσπισης είτε των ενδεικνυόμενων μέτρων, που προβλέπονται στη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, είτε ισοδύναμων νομοθετικών μέτρων, δεν είναι αντίθετη στο ενωσιακό δίκαιο, η εφαρμογή μιας εθνικής ρύθμισης, όπως εκείνης του άρθρου 8§3Ν.2112/1920, παρότι μια άλλη ανώτερης τυπικής ισχύος διάταξη (α.103§7 και §8 Συντ.) αντίκειται σε αυτήν. Κατά το ΔΕΕ, όπως προαναφέρθηκε, εξάλλου, το ενωσιακό δίκαιο δεν επιβάλλει στα κράτη-μέλη ως κύρωση, σε περίπτωση διαπίστωσης καταστρατήγησης του σκοπού της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου, την αυτόματη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, αλλά τα ίδια, εφόσον δεν επιθυμούν αυτήν την λύση, πρέπει να προβλέπουν κάθε άλλο αποτελεσματικό μέτρο, προκειμένου να αποφεύγονται οι καταχρήσεις και να περιορίζονται οι συνέπειες από την παράβαση της οδηγίας.

Μάλιστα, το ΔΕΕ διευκρίνισε στις αιτιολογικές του σκέψεις, ότι το αιτούν Δικαστήριο πρέπει να εξακριβώσει εάν η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8§3 Ν.2112/1920, ως ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο, μπορεί να εξυπηρετήσει με αποτελεσματικό τρόπο το ενωσιακό δίκαιο, προς εξάλειψη των επιπτώσεων της παραβίασής του, από την συνδρομή καταχρηστικών πρακτικών, επισημαίνοντας ότι στην συμφωνία-πλαίσιο(ρήτρα 5) δεν είναι δυνατόν να εξειδικευθεί το ελάχιστο όριο προστασίας για τους εργαζόμενους. Εξάλλου, οι εθνικές δικαιοδοτικές αρχές των κρατών-μελών, πρέπει σε κάθε περίπτωση να εφαρμόζουν τις κανονιστικές διατάξεις του εσωτερικού τους δικαίου, με τις αναγνωρισμένες μεθόδους ερμηνείας, υπό το πρίσμα του ενωσιακού δικαίου, το οποίο υπερτερεί έναντι αυτών, ως ιεραρχικά ανώτερη πηγή δικαίου. Ωστόσο η υποχρέωση τους αυτή δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται από τις γενικές αρχές του δικαίου και ειδικότερα από τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της μη αναδρομικότητας και δεν μπορεί να αποτελέσει αυθαίρετη νομική βάση για μία αντίθετη (contra legem) με το εθνικό δίκαιο ερμηνεία.

Το ΔΕΕ, ενόψει της συγκεκριμένης υπόθεσης, επεσήμανε ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου είναι το αποκλειστικά αρμόδιο να κρίνει εάν οι διατάξεις του άρθρου 8§3 Ν. 2112/1920 μπορούν να αποτελέσουν ένα ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο για την αποτελεσματική εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου. Αν όμως, διαπιστώσει ότι δεν δύναται να επικαλεστεί την συγκεκριμένη ρύθμιση, λόγω αντίθεσής της στο Σύνταγμα, θα πρέπει να εξετάσει αν στο εθνικό δίκαιο έχουν θεσπιστεί άλλα επαρκώς αποτελεσματικά μέτρα, προς αποτροπή των καταχρήσεων σχετικά με την σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Επίσης, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι η προσθήκη της παραγράφου 8 του άρθρου 103 Συντ. που απαγορεύει την μετατροπή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου στον δημόσιο τομέα, είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας ισχύος της οδηγίας, η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι όλων των κρατών-μελών από την δημοσίευσή της, ή από την κοινοποίησή της σ’ αυτά, αναλόγως την περίπτωση. Στα κράτη-μέλη, μάλιστα, μέχρι την λήξη της προθεσμίας ενσωμάτωσης της οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, δεν επιτρέπεται, κατά το ΔΕΕ, να θεσπίζουν κανονιστικές διατάξεις, με τις οποίες διακυβεύεται ο σκοπός και το αντικείμενο της οδηγίας και ως εκ τούτου ακόμα και αν πρόκειται για αναθεώρηση του Συντάγματος, όπως εν προκειμένω, είναι υποχρεωμένα να διασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου.

Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις, το ΔΕΕ απεφάνθη, ότι σε περίπτωση διαπίστωσης από το αιτούν Δικαστήριο, συνδρομής καταχρηστικών πρακτικών ως προς την διαδοχική κατάρτιση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η υποχρέωσή του τελευταίου «να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει κατά το μέτρο του δυνατού, όλες τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, κατά τρόπο ώστε να επιβληθεί η προσήκουσα κύρωση για την κατάχρηση και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της Ένωσης περιλαμβάνει την εκτίμηση του ζητήματος αν οι διατάξεις προγενέστερης και εισέτι ισχύουσας εθνικής ρύθμισης που επιτρέπει τη μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μπορούν, ενδεχομένως, να εφαρμοστούν στο πλαίσιο της σύμφωνης αυτής ερμηνείας, μολονότι εθνικές διατάξεις συνταγματικής φύσης απαγορεύουν απολύτως τέτοια μετατροπή όσον αφορά τον δημόσιο τομέα.»

Με την ανωτέρω απόφασή του, το ΔΕΕ αλλάζει τα μέχρι πρότινος δεδομένα, στον δημόσιο τομέα, όσον αφορά στην δυνατότητα μετατροπής διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, σε περίπτωση διαπίστωσης καταχρηστικότητας, καθώς επιτρέπει την υπέρβαση του σκόπελου της σχετικής συνταγματικής απαγόρευσης, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου. Πρόκειται για μία κρίσιμη απόφαση τόσο στο πεδίο της ενωσιακής έννομης τάξης, όσο και στο πεδίο της εσωτερικής μας έννομης τάξης, όπου κατόπιν της αναθεώρησης του Συντάγματος, το 2001 και μέχρι σήμερα, δεν προκρινόταν η μετατροπή σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, ακόμα και σε περίπτωση που διαπιστωνόταν ότι οι εργαζόμενοι εξυπηρετούσαν πάγιες και όχι πρόσκαιρες ανάγκες των δημόσιων φορέων. Οι εθνικές δικαιοδοτικές αρχές, εφόσον δεν υπάρχει κάποιο άλλο ισοδύναμο μέτρο που να παρέχει αποτελεσματική προστασία της οδηγίας 1999/70, πρέπει να συμμορφωθούν με την εν λόγω κρίση του ΔΕΕ, εφαρμόζοντας ουσιαστικά τη σχετική διάταξη του Ν.2112/1920, όπως συμβαίνει και στον ιδιωτικό τομέα, παρά την συνταγματική απαγόρευση του άρθρου 103§8 Συντ, καθώς πρόκειται για μία σημαντική κύρωση, που δύναται να αποτρέψει την εμφάνιση καταχρηστικών πρακτικών, ως προς την διαδοχική σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με τους εργαζόμενους, προς εξυπηρέτηση του σκοπού της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου.

IV. ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Με την ανωτέρω απόφαση του ΔΕΕ, επί της υπόθεσης C-760/18, εξετάσθηκε το ζήτημα περί δυνατότητας μετατροπής των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου, ως κύρωση, για την διαπίστωση καταχρηστικών πρακτικών των εργοδοτών, που περιορίζουν το πλέγμα προστασίας των εργαζομένων, καθώς οι ίδιοι αναγκάζονται να βιώνουν μία κατάσταση διαρκούς αβεβαιότητας και εργασιακής αστάθειας. Όπως επεσήμανε το ΔΕΕ, ύστερα από την υποβολή σε αυτό, προδικαστικών ερωτημάτων, από το Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου, το ενωσιακό δίκαιο σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλει στα κράτη-μέλη την μετατροπή των εν λόγω συμβάσεων, αλλά επαφίεται στα ίδια η υποχρέωση θέσπισης των κατάλληλων, πρόσφορων και αναγκαίων μέτρων για την εξυπηρέτηση του σκοπού της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου, ήτοι της αποτροπής των καταχρήσεων, που λαμβάνουν χώρα κατά των εργαζομένων, είτε μέσω της επιλογής σωρευτικά ή διαζευκτικά κάποιων από τα προτεινόμενα μέτρα της ως άνω ρήτρας, είτε μέσω της νομοθέτησης ισοδύναμων μέτρων, τα οποία θα πρέπει να κατοχυρώνουν την αποτελεσματική και δεσμευτική εφαρμογή της οδηγίας. Ως εκ τούτου, τα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα πρέπει να ερμηνεύουν τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, υπό το πρίσμα των κανόνων του δικαίου της Ένωσης, υπερβαίνοντας ακόμα και εμπόδια συνταγματικής φύσης, προκειμένου να μην διακυβεύεται το αντικείμενο και ο σκοπός της ρήτρας 5, της συμφωνίας-πλαισίου.

Δυνάμει των ανωτέρω, η εξεταζόμενη απόφαση, η οποία δημοσιεύθηκε στις 11.02.2021, ήτοι μόλις πριν από ενάμιση μήνα περίπου, αποτελώντας «σημείο- σταθμό», τόσο για το ενωσιακό δίκαιο, όσο και για το εθνικό δίκαιο κάθε κράτους-μέλους, πρέπει να γίνει  δεκτό ότι επιβάλλει την εκ νέου αναθεώρηση του ελληνικού Συντάγματος, έτσι ώστε να μην αντιτίθεται στο πνεύμα και στις επιταγές της οδηγίας 1999/70, η οποία όπως προαναφέρθηκε, παρήγαγε τα έννομα αποτελέσματά της στην εσωτερική έννομη τάξη μας, πριν την προσθήκη της παραγράφου 8 του άρθρου 103 Συντ., που πραγματοποιήθηκε το 2001. Βέβαια, αναμένεται στην πράξη και ιδίως στην νομολογιακή πρακτική, να διαπιστωθεί σε πόσο μεγάλο βαθμό, η εν λόγω απόφαση του ΔΕΕ, θα μεταβάλει τα τωρινά δεδομένα, στο εσωτερικό μας δίκαιο, καθώς παρέχεται πλέον η δυνατότητα στους εργαζόμενους, οι οποίοι καθίστανται συχνά θύματα καταχρηστικών συμπεριφορών από τους εργοδότες τους, ιδίως στον δημόσιο τομέα, να επιδιώξουν την επίτευξη μίας εργασιακής σταθερότητας και εξέλιξης, εφόσον αποδεικνύεται ότι καλούνται να καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες των φορέων, που τους απασχολούν.

Χρύσα Ι. Ραμνιοδοπούλου

Δικηγόρος