in , ,

Το χαμένο κομμάτι της καρδιάς μου.

Το χαμένο κομμάτι της καρδιάς μου

 

…. γράφει η Ευθυμία Σερλέτη

συνταξιούχος νηπιαγωγός

 

Δεν πίστευα στο πεπρωμένο αλλά η ιστορία που θα σας πω, κλόνισε την πεποίθησή μου αυτή.

  Έφηβη ήμουν, θυμάμαι, όταν με την αδελφή μου διαλέξαμε, από έναν γείτονα παλαιοπώλη, μερικές φωτογραφίες από ένα ημερολόγιο. Τις περάσαμε όμορφες κορνίζες και τις βάλαμε στους άδειους τοίχους του δωματίου μας. Τοπία άγνωστα που θαυμάσαμε για ένα διάστημα και μετά τα προσπερνούσαμε αδιάφορες. Όχι όμως όλα. Ένα απ’ αυτά συνέχιζε να μας μαγνητίζει και να τραβά την προσοχή μας. Στεκόμασταν κάθε τόσο μπροστά του και λέγαμε:

– Ποιο μέρος να είναι άραγε; Πού να βρίσκεται; Θα το δούμε ποτέ;

Κι άλλοτε ευχόμασταν:

– Μακάρι να ζούσαμε σ’ αυτό το όμορφο μέρος!

Κι έτσι με όνειρα και ευχές, πέρασαν τα χρόνια κι έφτασε η ώρα να έρθω ως νηπιαγωγός στην Κρήτη, στην Ιεράπετρα. Η νύφη του Λιβυκού δεν κατάφερε να με κερδίσει λες και η καρδιά μου αναζητούσε κάτι άλλο, κάτι που ήταν συνάμα γνώριμο αλλά και άγνωστο. Γρήγορα την άφησα και εγκαταστάθηκα στον Άγιο Νικόλαο με την ξακουστή λίμνη του. Οι μύθοι της μάγεψαν κι εμένα όπως τα παραμύθια μάγευαν τα παιδιά “μου” στο νηπιαγωγείο. Και περιδιάβαινα το γύρω της και προσπαθούσα να εξηγήσω την ανεξήγητη οικειότητα που ένοιωθα μαζί της. Τώρα ξέρω πως στην περίπτωσή μου συνέβηκε αυτό που υποστηρίζει ο Κοέλιο στον Αλχημιστή του, ό,τι δηλαδή όταν θέλεις κάτι πολύ, το σύμπαν συνωμοτεί για να το πετύχεις.

Με τον ερχομό μου στην Κρήτη είχε εκπληρωθεί μια επιθυμία χρόνων, μόνο που δεν το συνειδητοποίησα αμέσως. Κι όταν συνέβηκε, έμεινα αποσβολωμένη. Δεν είχα πολύ καιρό, θυμάμαι, στον Άγιο Νικόλαο όταν βρέθηκα σε κάποιο φιλικό σπίτι. Κι εκεί σε ένα δωμάτιο, στην πλευρά ενός τοίχου, μια τεράστια φωτογραφία με καθήλωσε:

– Σταύρο, μη μου πεις πως η φωτογραφία αυτή είναι ο Άγιος Νικόλαος; ρώτησα με τρεμάμενη φωνή.

Ήμουν συγκλονισμένη γιατί μόλις είχα συνειδητοποιήσει πως η ασπρόμαυρη φωτογραφία που έβλεπα και η έγχρωμη φωτογραφία στην κορνίζα του σπιτιού μου, ήταν ίδιες. Ήταν ο Άγιος Νικόλαος.

Κι έτσι η πόλη των ονείρων και των ευχών στα εφηβικά μου χρόνια, έμελλε να γίνει η πόλη της καθημερινής πραγματικότητάς μου για τριάντα χρόνια. Μιας πραγματικότητας διανθισμένης με γεγονότα άλλοτε ευχάριστα που την έκαναν να μοιάζει με τον καταγάλανο ουρανό της και άλλοτε δυσάρεστα που έκαναν την καρδιά μου να φουρτουνιάζει όπως η θάλασσά της τις χειμωνιάτικες μέρες. Ευτυχώς τις στιγμές αυτές υπήρχε για μένα μια σανίδα σωτηρίας: η καθάρια ματιά και η αγκαλιά των παιδιών “μου”. Μα κι εγώ είχα την αγκαλιά μου ορθάνοιχτη γι’ αυτά. Κι όχι μόνο την αγκαλιά μα και την καρδιά μου. Σε κάθε μαθητή και μαθήτριά μου ανήκε ένα μικρό κομματάκι της που φεύγοντας, τους το χάριζα. Όχι από υποχρέωση, όχι. Από αμοιβαιότητα. Τέτοια ήταν η σχέση μου – και πιστεύω όλων των εκπαιδευτικών – με τα παιδιά “μου”: αμοιβαία και αλληλοϋποστηριχτική. Μια σχέση που χτιζόταν σιγά – σιγά στη διάρκεια της χρονιάς. Κι όταν η χρονιά τελείωνε, ένοιωθα πως από την καρδιά μου έλειπε ένα μεγάλο κομμάτι, ένα κομμάτι που ευτυχώς αναπληρωνόταν πάλι την επόμενη χρονιά με τα άλλα παιδιά ώσπου να έρθει το τέλος της χρονιάς και να το ξαναχάσω και ούτω καθεξής.

Φαίνεται πως η καρδιά μου συνήθισε τόσα χρόνια να δίνει και να παίρνει, να μένει μισή και να ολοκληρώνεται πάλι και δεν μπορεί να λειτουργήσει διαφορετικά. Έτσι τη στιγμή που έφυγα από τον Άγιο Νικόλαο, εδώ και δέκα χρόνια, ένα κομμάτι της έμεινε σ’ αυτόν: στα σοκάκια που ένοιωσα τα πρώτα σκιρτήματα, στα σπίτια που έζησα και σ’ αυτά που ανάθρεψα τα παιδιά μου, στις ζεστές αγκαλιές των ανθρώπων, στα ανοιχτά σπιτικά τους, στους μακροχρόνιους καρδιακούς φίλους, στον καλό λόγο των γονιών, στην εκτίμηση των συναδελφισσών και συναδέλφων, στη μαγευτική λίμνη, στην πλανεύτρα θάλασσα, στις ονειρεμένες ανατολές και στα ασημένια φεγγαρόφωτα. Και γι’ αυτό ξαναγυρίζω ολοένα για να βρω το χαμένο κομμάτι της καρδιάς μου και το βρίσκω γιατί όλοι και όλα είναι εκεί και με περιμένουν κι εύχομαι να είναι για πολύ ακόμη.