in ,

Αυτή ήταν η Μαρία Λιουδάκη, video

Δεν είναι καθόλου εύκολο να μιλήσει κανείς για μια προσωπικότητα όπως αυτή της Μαρία Λιουδάκη, για την ζωή της, το εκπαιδευτικό της έργο, την δυναμική της σε μια εποχή όπου οι γυναίκες δεν είχαν δικαιώματα, την δράση της στον εμφύλιο και τον άσχημο τρόπο που την έβγαλαν απο την μέση. Δύσκολο σε μια ομιλία να χωρέσουν όλα αυτα…
Η Μαρία Κωστάκη, φιλόλογος – διευθύντρια στο ΓΕΛ Νεάπολης κατάφερε στην ομιλία της το πρωί της Κυριακής στην Λατσίδα να συμπεριλάβει τα πάντα για την Μαρία Λιουδάκη στην εκδήλωση για τα αποκαλυπτήρια της προτομής της στο τόπο καταγωγής της.
Διαβάστε την ομιλία και δείτε το βίντεο της.


Μαρία Λιουδάκη – Λατσίδα 9/9/2018
Μ. Κωστάκη
φιλόλογος
 
Ένας άνεμος σιγανός φυσούσε μέσα της
κι έπαιζε μ’ ένα μόνο φύλλο-το χαμόγελό της.
Όλοι αγαπήσαν το χαμόγελό της.
 
Με αυτούς τους στίχους του Γ. Ρίτσου,  επιτρέψτε μου να παρουσιάσω το ποτραίτο της Μαρίας Λιουδάκη. Ένας άνεμος, μαΐστρος ή πουνέντες η σκέψη της! Η δροσιά του φρέσκου, του διαφορετικού, του αγωνιστικού στην παρουσία της γυναίκας στη δημόσια σφαίρα.
Η Μαρία γεννήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1894 σε τούτο τον ευλογημένο κι όμορφο τόπο του Απάνω Μεραμπέλλου, τη Λατσίδα. Γόνος αγροτικής και πολυμελούς οικογένειας βίωσε από μικρή τον αγώνα της βιοπάλης.         Σε ολόκληρο  τον 19ο αι. και ως το 1898 η γυναίκα της Κρήτης αποτελούσε μια κατηγορία πληθυσμού κοινωνικά υποβαθμισμένη . Για αυτή της τη θέση ευθύνονταν τόσο το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο που κατείχε όσο και η νοοτροπία του κοινωνικού περιβάλλοντος που την περιστοίχιζε.
Όμως, στα χρόνια της σχολικής ηλικίας της Μαρίας, δηλ. από το 1898 και μετά, κάτι αρχίζει να αλλάζει. Η ημιαυτόνομη Κρητική Πολιτεία ασχολείται σοβαρά με την εκπαίδευση του λαού. Στο άρθρο 21 του Κρητικού συντάγματος ορίζεται με σαφήνεια «η εκπαίδευσις είναι ελευθέρα…»
Έτσι δίνεται η δυνατότητα στη Μαρία να φοιτήσει στο δημοτικό σχολείο του χωριού της το 1899, χρονιά που ιδρύθηκε.
Η περίοδος από το 1904 και μετά θέτει υπό αμφισβήτηση το στερεότυπο της «αγαθής νοικοκυράς μητρός», η οποία βρίσκεται στο σκοτάδι της αμάθειας λόγω των προκαταλήψεων και ενισχύει τον αγώνα της γυναίκας για την ηθική και πνευματική της εξύψωση! . Στο περιοδικό «Κρητικός Αστήρ» δημοσιεύεται πλήθος άρθρων με αιρετικές για το συντηρητικό πνεύμα της εποχή απόψεις, οι οποίες αφορούν το περιεχόμενο της γυναικείας εκπαίδευσης . Η Αρτεμισία Λανδράκη- Ντόκου, λόγια γυναίκα της εποχής, σε άρθρο της στο ίδιο περιοδικό παρατηρεί ότι από το 1904: «Είναι αληθώς ευτύχημα δια την Κρήτην και παρέχει εχέγγυα μελλούσης ευημερίας, η μεταβολή των παλαιών σκέψεων των γονέων και η αναγνώρησις του δικαίου και ωφελίμου της γυναικείας εκπαιδεύσεως»
Μέσα, λοιπόν σε αυτόν τον κοινωνικό και ιδεολογικό μετασχηματισμό, η Μαρία εγγράφεται στο Παρθεναγωγείο Νεαπόλεως, το οποίο είχε ιδρυθεί και λειτουργούσε από την περίοδο του Οργανικού Νόμου και του Κωστή Αδοσίδη. Η κοντινή απόσταση της Λατσίδας με τη Νεάπολη επέτρεπε στο κορίτσι να  πηγαινοέρχεται καθημερινά πεζή.
 
Μετά την αποφοίτησή της το 1908 και επειδή έχει ήδη αρχίσει να κατοχυρώνεται το πρότυπο της μορφωμένης κόρης, συζύγου και μητέρας καθώς θεωρείται ότι αυτή αποτελεί «ζωογόνον ακτίνα και ηθικόν έρεισμα» και κατά την άποψη αυτή- η γυναίκα, χρειάζονταν να «αναβιβαστεί» κοινωνικά, να της αποδοθεί ρόλος με κοινωνική σπουδαιότητα δειλά- δειλά αρχίζει να καθίσταται προσβάσιμος για αυτήν ο δημόσιος χώρος, η Μαρία διορίζεται ως γραμματοδιδασκάλισσα, δηλ. χαμηλόβαθμη δασκάλα, στην Κριτσά για ένα έτος, ετών 14.
Και αν κανείς μπορεί να ισχυριστεί ότι ως τώρα η Μαρία ασυνείδητα ωθούμενη από το πνεύμα της εποχής ασχολήθηκε με τη μόρφωσή της, από το σημείο αυτό και μετά είναι φανερό ότι με πλήρη συνείδηση αποφασίζει να μην επιτρέψει τη στασιμότητα στον εαυτό της. Στα χρόνια που ακολούθησαν ως το 1914 που υπηρέτησε στα σχολεία των Μαλλών, του Αγίου Γεωργίου και της Φουρνής η στόχευσή της ήταν μία. Να συνεχίσει τις σπουδές της, ώστε να μπορέσει να γίνει πραγματική δασκάλα, στην υπηρεσία του λαού και των παιδιών του, αναδεικνύοντας τον ουσιαστικό ρόλο της γυναίκας παιδαγωγού.
Για το λόγο αυτό, μη φοβούμενη την οικονομική της ανέχεια, το 1914 λαμβάνει εκπαιδευτική άδεια προκειμένου να φοιτήσει στο Διδασκαλείο Ηρακλείου, το οποίο έχει εν τω μεταξύ ιδρυθεί.
Επανέρχεται στην εκπαιδευτική πράξη το 1917 ως δασκάλα πλέον με αυτοπεποίθηση και πλήρη συνείδηση του ρόλου της. Τοποθετείται στην περιοχή της Ιεράπετρας, όπου εργαζόμενη με πάθος αναδεικνύεται η ισχυρή της προσωπικότητα και οι ικανότητές της, μετατρέποντας τα σχολεία που υπηρέτησε σε εργαστήρια γνώσης. Την ίδια εποχή στην Ιεράπετρα υπηρετούν η Σοφία και Μαρία Αμαριώτου. Συνδέονται με τη Λιουδάκη και γίνονται ένθερμες υποστηρίκτριες της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, της οποίας η Μ. Αμαριώτου ήταν εξέχον στέλεχος και μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου.
 
Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917, υπήρξε το σύμβολο του προοδευτικού οράματος για το ελληνικό σχολείο και προϊόν έκτακτων ιστορικών συνθηκών: αποφασίστηκε από τη βενιζελική Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, τον Μάιο του 1917, μέσα στο κλίμα του Εθνικού Διχασμού. Θα επικυρωθεί και θα υλοποιηθεί τους επόμενους μήνες στην Αθήνα, όταν ο Βενιζέλος αναλαμβάνει πρωθυπουργός του ενιαίου πλέον κράτους, και θα οδηγήσει στην αναμόρφωση του προγράμματος του δημοτικού σχολείου και στην έκδοση νέων, καινοτόμων αναγνωστικών.
Η ελπίδα της μεταρρύθμισης είχε ταυτιστεί από τη δεκαετία του 1910 με το πρόσωπο του Ελ. Βενιζέλου, ο οποίος είχε επιλέξει να συνεργαστεί με την ηγετική ομάδα του Εκπαιδευτικού Ομίλου, Δ. Γληνό, Μ. Τριανταφυλλίδη και Αλ. Δελμούζο. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ιδεολογικά αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα και προϋπόθεση για τον συνολικό εκσυγχρονισμό, δηλαδή τον εξευρωπαϊσμό, της χώρας. Από την εμφάνιση του δημοτικιστικού κινήματος όμως, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση απέκτησε πολύ πιο συγκεκριμένο περιεχόμενο και ταυτίστηκε με την επιβολή της δημοτικής γλώσσας στο σχολείο. Τώρα, εκσυγχρονισμός και εθνική ολοκλήρωση δεν νοούνταν χωρίς τη δημοτική γλώσσα.
Σε εφαρμογή αυτής της Μεταρρύθμισης, εκδόθηκαν κατά τα χρόνια 1918-1919 δεκατρία αναγνωστικά, από τα οποία τα δυο πιο γνωστά είναι το Αλφαβητάρι με τον Ήλιο (Α΄ Δημοτικού) και Τα Ψηλά Βουνά του Ζ. Παπαντωνίου (Γ΄ Δημοτικού). Τα αναγνωστικά αυτά διαπνέονται από ορθολογισμό, αντιαυταρχικές παιδαγωγικές απόψεις, κριτική στάση και «ιλαρότητα», δηλαδή επιδίωκαν να διαβάζονται ευχάριστα από τα παιδιά.
Η ήττα του Βενιζέλου στις μοιραίες εκλογές του 1920 σήμανε το άδοξο τέλος της Μεταρρύθμισης. Τα διδακτικά βιβλία που μόλις είχαν κυκλοφορήσει κατηγορήθηκαν για «μπολσεβικισμό» και αποσύρθηκαν γιατί, κατά την εκτίμηση του γλωσσολόγου καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής Γ. Ν. Χατζιδάκη, περιφρονούσαν «τα μεγάλα ιδανικά, την πατρίδα, τη θρησκεία».
Σε αυτά στηρίχθηκε η Μαρία όταν το 1932 συνέγραψε και η ίδια το Αλφαβητάριο, Η ζωή των παιδιών, που εγκρίθηκε ως σχολικό βιβλίο από το Υπ. Παιδείας.
Η Μαρία συνεχίζει το παιδαγωγικό και διδακτικό έργο της, αλλά είναι ανήσυχο πνεύμα.  Το 1925 αποφασίζει να πάρει μέρος στο διαγωνισμό για να μετεκπαιδευτεί στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εισάγεται και  γνωρίζει τον Μανώλη Τριανταφυλλίδη. Εκεί, μυημένη ήδη στις ιδέες του Εκπαιδευτικού Ομίλου και του δημοτικισμού αντιλαμβάνεται τη σημασία της ομιλούμενης γλώσσας στο μέγιστο βαθμό και ωθείται στην ενασχόλησή της με τη λαογραφία. Όπως υποστηρίζει η Κυριακίδου – Νέστορος  «τα μνημεία του λόγου και ιδιαίτερα η δημοτική ποίηση καταξιώνεται πρώτα ως είδος λογοτεχνικό. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και η γλώσσα της δημοτικής ποίησης, το λαϊκό ποιητικό ιδίωμα, καθιερώνεται ως η κατεξοχήν γλώσσα της έντεχνης νεοελληνικής ποίησης.» Αυτή η αντίληψη συγκινεί τη Μαρία Έτσι με την καθοδήγηση του Τριανταφυλλίδη , όπως η ίδια αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου της, ξεκινά να συγκεντρώνει μαντινάδες της Ανατολικής κυρίως Κρήτης.
Το 1927 επιστρέφει στην Ιεράπετρα ως δ/ντρια πλέον του δημοτικού σχολείου θηλέων. Στο σχολείο αυτό φοιτούν μαθητές της Κάτω Μεράς, δηλ. παιδιά των φτωχών εργατών, ψαράδων και γεωργών, κυρίως προσφυγικών οικογενειών. Η ταξική τοποθέτηση είναι εμφανής και ο αγώνας πολυμέτωπος. Διεκδικεί με κάθε τρόπο την ισότιμη μόρφωση των ταπεινών με τους αστούς. Προτρέπει με επιστολές της τους γονείς και άλλους φορείς να δραστηριοποιηθούν προκειμένου να καλυτερεύσουν οι υποδομές και το κτήριο. Αρθρογραφεί στις τοπικές εφημερίδες, οργανώνει ομιλίες και καταφέρνει στα έτη 1932-33 να έχει εξαιρετικές επιδόσεις τόσο σε επίπεδο γνωστικό όσο και σε αυτό των υποδομών, όπως αναφέρεται στην έκθεση του Επιθεωρητή Δημοτικής Εκπαιδεύσεως.
Η Μαρία Λιουδάκη πλέον είναι εκλεκτό μέλος της Γεραπετρίτικης κοινωνίας, ο λόγος και τα έργα της θαυμάζονται από όλους. Η Μαρία  αποδεικνύει καθημερινά τη δύναμη της γυναικείας ψυχής, την αντοχή και την προοδευτικότητά της.
Συμμετέχει ενεργά σε πολιτιστικούς συλλόγους και ομάδες προβληματισμού, δίνει διαλέξεις και συνδιαλέγεται με τη Δημοκρατική Νεολαία Ιεράπετρας. Μέσα σε αυτές τις ζυμώσεις τις κοινωνικοπολιτικές γνωρίζει τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη, ένα νεαρό παιδάκι, όπως η ίδια αναφέρει, που δούλευε τότε στο εργοστάσιο Μίνως. Τους συνδέει μια εξαιρετική φιλία που αργότερα γίνεται συγγένεια λόγω του αρραβώνα της αδελφής της Χαράς με το Ναπολέοντα. Έχουν ταυτόσημες ιδέες για ένα καλύτερο κόσμο και αγαπούν και οι δυο τη λαογραφία.
Στα 1937 ο καθηγητής Λαογραφίας  Γ. Μέγας προτείνει στην Ακαδημία Αθηνών την απόσπαση της Λιουδάκη στο Λαογραφικό Αρχείο, εκτιμώντας  τη δουλειά της στη συγκέντρωση λαογραφικού υλικού και τις σχετικές εκδόσεις που έχει εν τω μεταξύ πραγματοποιήσει, δηλ. τις Μαντινάδες και τα παραμύθια «στης γιαγιάς τα γόνατα». Η πρόταση γίνεται δεκτή και η Μαρία αποσπάται και εργάζεται στην Ακαδημία Αθηνών, ως ερευνήτρια, ταξινόμος και συλλέκτρια λαογραφικού υλικού.  Είναι το επόμενο στάδιο στην καριέρα της. Η δασκάλα της πράξης περνά στον τομέα της έρευνας και της επιστήμης!
 
Αλλά φευ! εν τω μεταξύ στη χώρα έχει εγκαθιδρυθεί το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, δηλ. η δικτατορία του Μεταξά. Ο δικτάτορας θα συνοψίσει τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς του καθεστώτος του στο «Ημερολόγιό» του: «Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου Κράτος αντικομμουνιστικό, Κράτος αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό.» Αμέσως μετά τη στερέωση της εξουσίας του, ο Μεταξάς εξαπέλυσε άγριους διωγμούς κατά των αντιπάλων του. Οι πολιτικοί αρχηγοί, οι βουλευτές, τα στελέχη του συνδικαλιστικού κινήματος και κάθε δημοκρατικός πολίτης που ήταν αντίθετοι στη δικτατορία υπήρξαν θύματα διώξεων. Τα νησιά του Αιγαίου, οι φυλακές και τα στρατόπεδα γέμισαν εξόριστους και κρατουμένους. Οι αστυνομικές αρχές και ιδιαίτερα η Ασφάλεια, υπό την καθοδήγηση του υπουργού Δημόσιας Τάξης, Κωνσταντίνου Μανιαδάκη, επιδίδονταν σε άγριο κυνηγητό των αντιπάλων της δικτατορίας μεταφέροντας στο «Νέο Κράτος» τις μεθόδους του ναζισμού και του φασισμού. Ιδιαίτερα και ειδικά διώχθηκαν με πρωτοφανή αγριότητα οι κομουνιστές, οι οποίοι βασανίζονταν με επιστημονική σκληρότητα για να αποκηρύξουν τις ιδέες τους, που είχαν ήδη τεθεί «εκτός νόμου».
Ο Ναπολέων Σουκατζίδης συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στην Ακροναυπλία. Η Μαρία τον επισκέπτεται και αλληλογραφεί μαζί του. Αυτό σε συνδυασμό με την οικογενειακή τους πλέον σχέση, αλλά και τις απόψεις της για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, τη στοχοποιεί. Το Υπουργείο Παιδείας της ζητά να υπογράψει «δήλωση» αποκήρυξης του κομμουνισμού και να διαλύσει τον αρραβώνα της αδελφής της. Η Λιουδάκη αρνείται αυτό τον εξευτελισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ως εκ τούτου διακόπτεται η απόσπασή της στην Ακαδημία και διατάσσεται να επιστρέψει στην Ιεράπετρα. Κατά την επιστροφή της το Σεπτέμβριο 1940 η δίωξη συνεχίζεται με τη μορφή του πειθαρχικού ελέγχου και την επιβολή της ποινής προσωρινής παύσης.
Εν τω μεταξύ έχει ξεσπάσει ο β παγκόσμιος πόλεμος! Η Μαρία στην Ιεράπετρα οργανώνεται στο ΕΑΜ και αναλαμβάνει δράση μέσα  από την οργάνωση «Εθνική Αλληλεγγύη» για να προσφέρει βοήθεια στους κατατρεγμένους. Η δράση της κορυφώνεται μετά το ολοκαύτωμα της Βιάννου στην περίθαλψη και στήριξη των ορφανών και των αστέγων. Ταυτόχρονα παρακολουθεί παράνομο ραδιόφωνο και συντάσσει δελτίο τύπου καθημερινά σε πολλά αντίτυπα για την ενημέρωση του κοινού, ενώ βοηθά στην πύκνωση των γραμμών της Αντίστασης με νέα μέλη. Μετά την εκτέλεση του Σουκατζίδη την πρωτομαγιά του ‘44 η δράση της ενάντια στον κατακτητή γιγαντώνεται.
Ο πόλεμος όμως φτάνει στο τέλος του. Απομένουν τα ερείπια και οι καταρρακωμένες ψυχές… Η Ιεράπετρα απελευθερώνεται στις 12 Σεπτεμβρίου 1944. Το ΕΑΜ αναλαμβάνει να ανασυγκροτήσει την πόλη από τα ερείπια, να στηρίξει τους πονεμένους και να φροντίσει τον επισιτισμό των κατοίκων. Η Λιουδάκη έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στα συσσίτια και τον πολιτισμό, το σχέδιο του ΕΑΜ είναι υποδειγματικά οργανωμένο, αλλά …
Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας το Φεβρουάριο του 1945, διαλύθηκαν όσα είχαν οργανώσει. Η κρατική τρομοκρατία έφτασε και στον τόπο μας  με αιματηρά γεγονότα, συλλήψεις δημοκρατικών πολιτών και συνεχείς απαγορεύσεις.
Βρισκόμαστε στο 1947. Η υπόλοιπη χώρα βρίσκεται στη δίνη του Εμφυλίου πολέμου, ο φόβος να επεκταθεί και στην Κρήτη είναι μεγάλος. Και πράγματι δεν αποφεύγεται. Στο πλαίσιο αυτό των συγκρούσεων,
8 Μαΐου η αντάρτικη ομάδα του Γιάννη Ποδιά επιχειρεί να καταλάβει την Ιεράπετρα. Η συμπλοκή με σώμα χωροφυλάκων είναι σφοδρή. Τα σώματα ασφαλείας ενισχύονται και από την ομάδα των Μανώλη και Γιάννη Μπαντουβά. Η ομάδα του Ποδιά οπισθοχωρεί στα ορεινά. Συλλαμβάνονται 27 άνθρωποι με την κατηγορία της συνέργειας και καταδικάζονται από το στρατοδικείο Ηρακλείου οι 13. Όμως το συγκλονιστικό στοιχείο είναι πως με πρόσχημα αυτή την επίθεση του Ποδιά οι ομάδες Μπαντουβά αναλαμβάνουν ρόλο εκκαθαριστών του Λασιθίου!
Όπως μαρτυρεί ο γιατρός και πρώην βουλευτής της ΕΔΑ Γιώργος Παπαγεωργίου, 26 Νοεμβρίου 1947 ο Μπαντουβάς και η ομάδα του συγκεντρώνει  πλήθος πολιτών στην αίθουσα των δικαστηρίων της Ιεράπετρας και ζητά να αποκηρύξουν τον κομμουνισμό. Όσοι δεν το κάνουν συλλαμβάνονται και οδηγούνται στους «Στάβλους» του Μπαντουβά στο Ηράκλειο. Ανάμεσα στους κρατούμενους δυο γυναίκες η Μαρία Δρανδάκη και η Μαρία Λιουδάκη.  Ο γιατρός μετά από πιέσεις Ηρακλειωτών ελευθερώνεται, όχι όμως και οι δυο γυναίκες. Στο βιβλίο της «βασιλική Δρυς» η Έλλη Αλεξίου γράφει για τη Λιουδάκη: Την κοπέλα την κατάπιε η γης. Το κορμί της δε θάφτηκε. Εξαφανίστηκε…» όμως μετά από έξι μήνες τα πτώματά τους βρέθηκαν σε χαράδρα στον Άγιο Σύλλα Ηρακλείου, κακοποιημένα και κατακρεουργημένα!
Ο απόλυτος εξευτελισμός και εξανδραποδισμός μιας γυναίκας, η οποία επειδή ήταν γυναίκα αντιμετωπίστηκε με αυτόν τον τρόπο, αφού οι κατηγορίες προφανώς δε συνιστούσαν επαρκή στοιχεία προκειμένου να παραπεμφθεί  ούτε καν στο Στρατοδικείο εκείνης της εποχής… Η Μαρία δεν είχε την ευκαιρία να σταθεί ευθυτενής απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα για τις ιδέες της, θρασύδειλοι άνθρωποι ενός παρακράτους, που λειτουργούσε για λογαριασμό- αλίμονο!- του κράτους,  ενός κράτους που δε σεβάστηκε τον αγώνα και τις θυσίες του λαού του και δεν τιμώρησε ποτέ τους δοσίλογους και συνεργάτες των κατακτητών, νόμιζε πως ατιμάζοντας τη Γυναίκα, κέρδιζε … με το φόβο!
Ένα κράτος του οποίου η υπηρεσία, υποκρίνεται πως αγνοεί τα συμβάντα και την απολύει στις 29 Ιουνίου 1949- δυο χρόνια αργότερα- ως αδικαιολογήτως απούσα από τα καθήκοντά της, από 26 Νοεμβρίου 1947. μετά δε παρέλευση ενός έτους και ύστερα  από προσφυγή της οικογένειάς της τροποποιεί την απόλυση της, λόγω θανάτου 22-11-1950!
Αλλά όπως επισημαίνει ο Ελύτης στο Άσμα ηρωικό και πένθιμο «κείνοι που επράξαν το κακό τους πήρε μαύρο σύννεφο» και κείνη που ατένισε τον ήλιο «Φαίνεται μες στα σύννεφα Όλυμπος  αληθινός
Kαι στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων…»

Κυρίες και Κύριοι
Η θεσμική μνήμη μιας κοινωνίας συνήθως συγκροτείται από ιστορικά γεγονότα και σύμβολα που προάγουν την κοινωνική και την εθνική συνοχή, αλλά και την αίσθηση της ιστορικής συνέχειας στον χώρο και στον χρόνο. Γι’ αυτό, κατά κανόνα δεν θεωρούνται αξιομνημόνευτες όλες οι ιστορικές στιγμές , ούτε και φυσικά εορτάσιμες. Αντίθετα, επιλέγονται για να αναδειχθούν και να εορταστούν γεγονότα και πρόσωπα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως σύμβολα και ως παραδείγματα προς μίμηση.
Για το λόγο αυτό οφείλουμε εύφημη μνεία στην Εταιρεία Γραμμάτων και Τεχνών Ανατολικής Κρήτης για την πρωτοβουλία της να ανεγείρει την προτομή της Μαρίας καθώς και στη γενέτειρά της που επέλεξε το πιο πολυσύχναστο πέρασμα του χωριού, αυτή εδώ την πλατεία, για να τη στήσει.
Είμαι σίγουρη πως η Μαρία  μας παρακολουθεί με αδιόρατο χαμόγελο σήμερα και ψιθυρίζει τους στίχους από το Επιλογικό του Γιάννη Ρίτσου
Νὰ μὲ θυμόσαστε – εἶπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
χωρὶς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σὲ πέτρες κι ἀγκάθια,
γιὰ νὰ σᾶς φέρω ψωμὶ καὶ νερὸ καὶ τριαντάφυλλα.

Τὴν ὀμορφιὰ
Ποτές μου δὲν τὴν πρόδωσα. Ὅλο τὸ βιός μου τὸ μοίρασα δίκαια.
Μερτικὸ ἐγὼ δὲν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ᾿ ἕνα κρινάκι τοῦ ἀγροῦ
τὶς πιὸ ἄγριες νύχτες μας φώτισα. Νὰ μὲ θυμᾶστε.!»

 
Σας ευχαριστώ!