in , ,

“Αλήθειες για τον Τουρισμό μας” όπως μοναδικά ξέρει να περιγράφει η Άννα Παπαδάκη Σωτηριάδη

Μωρέ; Το κατέχω δα πως είναι εορτή σήμερο και μέρα κατάνυξης και περισυλλογής, αλλά να γκρινιάξω μιαολιά γιατί δα σκάσω; Ε;
Ως αρουραίος του τουρισμού και τουλόγου μου, παλεύγω κόσμο πολλώ λογιώ και θωρούνε κι ανέ θωρούνε τα ματάκια μου κι ακούνε κι ανέν ακούνε τ’αυτάκια μου καθημερνώς -όι βιβλίο, βιβλία ‘θελα γράψω, αν είχα νου και γνώση.
Και μιαν ημέρα των ημερώ, θα κάτσω να βάλω στο χαρτί αρθιμούς και πράξεις, να βάλω αμέντε σαν το μπακάλη κι εγώ ήντα κοστίζει καθενείς από τσι μουσαφιραίους μας σε υλικούς και ανθρώπινους πόρους: τόσο νερό για τα μπάνια ντως, απού ολημέριως τση μέρας πλύνουνται κι εξεβαφτιστήκανε μπλιο θεόψυχά μου, τόσο ηλεχτρικό απού μου κατεβάζουνε τα κλιματιστικά στσι δεκάξε κι απείς αφήνουνε φόρα τα πορτοπαραθύρια και όντε τα σφαλίζουνε μου γυρεύγουνε πάπλωμα να σκεπαστούνε (από το καθαριστήριο μ’έχουνε σάικα παράωρη που καλοκαιριάτικα τωσε πάω παλωματωθήκες με τ’ακάθαρτα), τόσα απορρυπαντικά και χαρτικά, που αν δε τσι ξεβρωμέζομε καθημερνώς θα πούνε οι ψείρες μαντινιάδες, τόσα για τα μεροκάματα των ανθρώπω που τσι κουλαντρίζουνε 8 μέρες την εβδομάδα και μήτε Κυριακή κατέχουνε, μήτε σκόλη. Κι ανέ δεν το’χω καμωμένο ίσαμε δα, είναι γιατί με τς’ αρθιμούς είμαι από κοπέλι μαλωμένη, διάλε παρέ τσις.
Να δούμε μπάρε μου, ωστοσανά που καταλυούνε (και καλά να’ναι οι αθρώποι να τα καταλυούνε, δε λέω) ήντα σόι ενεργειακό αποτύπωμα αφήνει όλο τουτονά το ασκέρι στον τόπο μας, συφέρνει τάξε, ή να δούμε ήντα θα γενούμε;
Δεν εκατάλαβα δα γιάντα στο σπίτι σου αλλάζεις σεντόνια μια φορά την εβδομάδα, μα όντεν έρχεσαι και κάνεις τον τουρίστα, για να πεις πως επέρασες καλά, πρέπει να σου αλλάζουνε σεντόνια κάθε μέρα; Γιάντα στο σπίτι σου ζυγώνεις με τη διχαλόβεργα τα κοπέλια που μολέρνουνε τα φώτα ανοιχτά στο άλλο δωμάτιο κι όντεν έρχεσαι επάε τα φώτα ανάφτουνε μέρα νύχτα μέσα κι όξω από το σπίτι και χέρα δε βρίσκεται να ‘γγίξει του διακόπτη; Ήντα, στα δεντρά φυτρώνει τάξε το ρεύμα επαέ; Κι απόι μου κάνετε και τσι οικολόγους και κλαίτε για τα αρκουδάκια στον αρκτικό κύκλο που δε βρίσκουνε φαΐ κι εγίνηκε το λαιμουδάκι ντως σαν τ’απιδιού το λίκι; Κατέχεις πόσα αρκουδάκια εξενηστίκωσες σήμερο με το ρεύμα που άφηκες και πήε τ’ανέμου;
Έρχεσαι επαέ, σε τουτονέ τον τόπο του ονείρου, θεόψυχά μου, που μας τα ‘δωκε ο Θεός όλα πληθερά, δοξασμένος να’ναι, βουνά, θάλασσες, φως ουράνιο κι αθρώπους που ακόμη δεν εσοχαλάσανε και σε καλοδέχουνται, σου γελούνε και σ’ακριβοχαιρετούνε, σε φιλεύουνε το πράμα ντου ο καθείς ίδια πως σε κάτεχε κι από χθες κι εσύ μωρέ άθρωπε αντί να χαρείς, αντί να γεμίσεις φως, ξανοίγεις την τάπα στη μπανιέρα που λείπει και δυστυχείς;
Δεν πιάνει, λέει, το Ίντερνετ στσι κρεβατοκάμαρες. Εεε, εντάξει να ξεγαργαλείς τη γυναίκα και να μη συγκινείται, καταπίνεται, μα κατέχεις ηντά ‘ναι να ξεγαργαλείς το κινητό και να μη συγκινείται ούτε αυτό; Ωστοσηνιά αυτοδιάθεση κι αναρχία είναι βαρύ γομάρι πρέπει.
Μώρε σεις. Εγώ δουλειά δεν αλλάζω, είμαι μαζόχας μάλλον, ετουτονά εκατάλαβα για την απατή μου εδά σχεδόν μισόν αιώνα που κάνομε κολεγιά.
Μυαλά ν’αλλάξει κιανείς σας;

Και πάλι χρόνια πολλά και με το συμπάθειο για τη γκρίνια😘

*θα ρωτήξετε δα ήντα δουλειά έχει η φωτογραφία απού έβαλα, δε γατέχω, μ’άρεξε ο κάτης απάνω στο ράδιο, εζήλεψα το ραχάτι ντου και τσι μουσικές του.