in

Τι συμβαίνει φέτος με τα κέρδη των ελληνικών σούπερ μάρκετ

Σε μία χρονιά εύθραυστων ισορροπιών διαμορφώνεται η φετινή για το οργανωμένο λιανεμπόριο, όπου παρά τις ανατιμήσεις που γίνονται στα τελικά προϊόντα, την ίδια στιγμή το ποσοστό κέρδους στα σούπερ μάρκετ συνεχίζει να πιέζεται.

Όμως τα δεδομένα της αγοράς δεν περιορίζονται εκεί. Διότι οι όψεις ενός νομίσματος είναι συνήθως δύο. 

Σε πρόσφατη αναφορά έμπειρο στέλεχος της αγοράς ανέφερε στο Capital.gr ότι καθαρό ποσοστό κέρδους κάτω του 2,5% κατατάσσει μία επιχείρηση στα όρια της μη βιώσιμης, τουλάχιστον με βάση τα όσα ισχύουν σε αλυσίδες σούπερ μάρκετ του εξωτερικού. 

Μετά από νεότερη συνομιλία που είχαμε με στέλεχος που σχετίζεται με το λιανεμπόριο τροφίμων αλλά και με το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών, τον επίσημο κλαδικό φορέα ερευνών των ελληνικών σούπερ μάρκετ, εκτίμησε ότι φέτος το ποσοστό καθαρού κέρδους για τα ελληνικά σούπερ μάρκετ θα κατέλθει περίπου στο 1%, επιστρέφοντας ουσιαστικά στα επίπεδα του 2019. Θυμίζουμε ότι με βάση στοιχεία από το Πανόραμα των Ελληνικών Σούπερ μάρκετ, το αντίστοιχο καθαρό περιθώριο του 2021 ήταν στο 2,2% και του 2020 στο 1,96% και το 2019 ήταν 0,98%.

Αιτιολογώντας το θέμα περί τοποθέτησης της μείωσης περιθωρίου κέρδους έφερε ως παράδειγμα το 2021. Όπως εξήγησε κατά τη διάρκεια της περασμένης χρονιάς το ποσοστό μεικτού κέρδους για το σύνολο των αλυσίδων ήταν στα επίπεδα του 25%, εκ των οποίων το 23% αντιστοιχούσε στο κόστος λειτουργίας της επιχείρησης και το υπόλοιπο 2% αντιστοιχούσε στο καθαρό κέρδος. Φέτος ωστόσο λόγω της εκτόξευσης του κόστους ενέργειας και δεδομένου ότι το μεικτό περιθώριο παραμένει “κλειδωμένο” στο 25% λόγω της υφιστάμενης νομοθεσίας του υπ. Ανάπτυξης, το κόστος λειτουργίας έχει αυξηθεί στο 24% κάτι που σημαίνει ότι το καθαρό περιθώριο θα κατέλθει στο 1%. 

Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος αποτυπώνει ότι το καθαρό κέρδος από μόνο του προσφέρει ελάχιστες πληροφορίες σχετικά με την πραγματική κερδοφορία ενός σούπερ μάρκετ. Διότι όπως επισήμανε σχετικά στέλεχος της αγοράς, στα διοικητικά έξοδα ή σε άλλα έξοδα διάθεσης ή άλλης μορφής έξοδα, υφίσταται αρκετός χώρος συμπίεσης των κερδών. Αυτό φαίνεται από παράγοντες όπως είναι για παράδειγμα η αύξηση του κόστους διαφήμισης. Ταυτόχρονα, με τα ίδια περιθώρια κέρδους, εάν μία επιχείρηση καταγράφει μεγάλες καταναλώσεις έχει περιθώριο να αυξήσει τα κέρδη της. Διαφέρει λοιπόν σημαντικά το εάν μία επιχείρηση έχει καθαρό κέρδος 1% και πουλάει 10 μονάδες ή έχει καθαρό κέρδος 1% και πουλάει 1.000 μονάδες, καθότι στη δεύτερη περίπτωση πολλαπλασιάζει επί της ουσίας τα κέρδη της με βάση τον όγκο πωλήσεων. 

Ο ρόλος του σταθερού περιθωρίου μεικτού κέρδους στη διαμόρφωση του καθαρού

Ζήτημα ωστόσο αποτελεί το κλείδωμα μεικτής κερδοφορίας – με βάση την ισχύουσα διάταξη του Ανάπτυξης για μεικτό περιθώριο που δεν υπερβαίνει το αντίστοιχο περιθώριο προ της 1ης Σεπτεμβρίου 2021 – αλλά και η ταυτόχρονη μείωση όγκου πωλήσεων αγαθών στα ελληνικά σούπερ μάρκετ. Κάπου εκεί φαίνεται να ξεκινάει το πρόβλημα και μπορεί να χτυπήσει “κόκκινο” στον τομέα των σούπερ μάρκετ. Το κλείδωμα του περιθωρίου κέρδους δημιουργεί το εξής ζήτημα. Πως όταν μία επιχείρηση διατηρεί σταθερά έξοδα, τα οποία δεν μπορεί να απεμπολίσει και αυξάνονται από παράγοντες όπως η ενέργεια, ενδέχεται να αντιμετωπίσει σημαντικό πρόβλημα.

Τι συμβαίνει με το πλαφόν στο μεικτό περιθώριο κέρδους

Θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να λάβουμε υπόψη τι σημαίνει το “κλειδωμένο” περιθώριο κέρδους που έχει νομοθετήσει η κυβέρνηση. Διότι μπορεί μεν μία επιχείρηση σούπερ μάρκετ να δουλεύει με σταθερό μεικτό περιθώριο που δεν πρέπει να υπερβαίνει το περιθώριο με το οποίο δούλευε πριν την 1η Σεπτεμβρίου του 2021, ωστόσο με την αναπροσαρμογή των τιμών αγοράς των αγαθών, το μεικτό περιθώριο κέρδους δεν υπερβαίνει το νομικά θεσμοθετημένο όριο. 

Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι εάν για παράδειγμα πριν την 1η Σεπτεμβρίου του 2021 ένα σούπερ μάρκετ αγόραζε κάποια προϊόντα σε τιμή 100 ευρώ ανά μονάδα και πουλούσε στα 125 ευρώ, το μεικτό περιθώριο κέρδους είναι 25% και άρα 25 ευρώ. 

Με βάση τη διάταξη Γεωργιάδη, απαγορεύεται να πουλάει με περιθώριο μεγαλύτερο από αυτό της 1ης Σεπτεμβρίου. Επομένως, εάν με τις ανατιμήσεις αγοράσει τα ίδια προϊόντα με τιμή 125 ανά μονάδα και το περιθώριό του παραμένει σταθερό στο 25%, τότε η τιμή μονάδας ανέρχεται στα 156,25 ευρώ. Στην πράξη λοιπόν το περιθώριο μπορεί να παραμένει σταθερό, αλλά οι τιμές αυξάνονται με βάση τις διεθνείς αναπροσαρμογές τιμών στα αγαθά που αγοράζουν οι αλυσίδες. Αυτό λοιπόν σημαίνει στην πράξη ότι η επιβολή του πλαφόν μεικτού κέρδους πραγματοποιείται μεν από πλευράς της κυβέρνησης αλλά δεν αφορά στο απόλυτο χρηματικό κέρδος, το οποίο κινείται ανοδικά λόγω της ταυτόχρονης αύξησης των τιμών.

Θυμίζουμε ότι η διάταξη του υπουργείου Ανάπτυξης που θεσπίστηκε νομοθετικά τον Μάρτιο του 2022 όριζε ότι “απαγορεύεται η πώληση απαγορεύεται η αποκόμιση µεικτού κέρδους από την πώληση οποιουδήποτε προϊόντος ή την παροχή οποιασδήποτε υπηρεσίας που είναι απαραίτητη για την υγεία, τη διατροφή, τη διαβίωση, τη μετακίνηση και την ασφάλεια του καταναλωτή, όταν το περιθώριο µεικτού κέρδους ανά µονάδα υπερβαίνει το αντίστοιχο περιθώριο µεικτού κέρδους ανά µονάδα προ της 1ης.9.2021”. Πρόσφατα η διάταξη αυτή έλαβε παράταση έως και τις 30 Ιουνίου του 2023 με νεότερη τροπολογία του υπουργείου Ανάπτυξης. 

capital.gr