in

Όταν η μαμά δουλεύει από το σπίτι…

Όλα δείχνουν ότι απαιτείται επανασχεδιασμός της εργασιακής κουλτούρας, έτσι ώστε η μητρότητα να μην έρχεται σε σύγκρουση με τον βιοπορισμό και τον επαγγελματισμό. Ίσως ο δρόμος να είναι μακρύς ακόμα.

Οι ιστορίες πάντως των εργαζόμενων μαμάδων, οι οποίες ζούνε πλημμυρισμένες στο άγχος, μοιάζουν τόσο πολύ. Είτε ζουν στην Ελλάδα είτε σε κάποια χώρα της Ευρώπης ή στις ΗΠΑ.

Κατά το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου χρόνου από τη γέννηση της κόρης της στις αρχές του 2022, η Κέιτι Σέρμπιν εργαζόταν από το σπίτι, απαντώντας όλη μέρα σε τηλεφωνήματα πελατών, χωρίς να υπάρχει κάποιος να φυλάει το παιδί της. Κάθε φορά που εκείνο άρχιζε να κλαίει, η 33χρονη μητέρα από το Νιου Τζέρσι των ΗΠΑ έπρεπε να φεύγει από το δωμάτιο. Εάν δεν έφευγε, ο πελάτης στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής μπορεί να άκουγε το μωρό και να αμφισβητούσε τον επαγγελματισμό της Σέρμπιν – όπως και ο προϊστάμενός της που συχνά παρακολουθούσε τις συνομιλίες.

Όταν η μαμά δουλεύει από το σπίτι…

«Οι κλήσεις διαρκούσαν συνήθως λιγότερο από πέντε λεπτά. Ήταν κάτι που έπρεπε να υπομένω και ήλπιζα πως το άτομο στην άλλη άκρη της γραμμής δεν θα την άκουγε να κλαίει. Μου σπάραζε η καρδιά. Όταν ήταν βρέφος, τα πράγματα δεν ήταν τόσο άσχημα. Όμως σύντομα άρχισε να περπατάει, να πέφτει πάνω σε αντικείμενα, να χρειάζεται προσοχή. Μιλάω στο τηλέφωνο προσπαθώντας να συγκεντρωθώ κι εκείνη αρπάζει τα ακουστικά μου, προσπαθεί να φτάσει τον υπολογιστή μου ή τραβάει την μπλούζα μου για να την πάρω αγκαλιά… Η προσοχή σου αποσπάται εντελώς. Ακόμα κι αν προσπαθείς πάρα πολύ να αγνοήσεις το παιδί σου, βαθιά μέσα στην καρδιά σου δεν μπορείς», λέει χαρακτηριστικά η Σέρμπιν.

Αυτή η άσκηση ισορροπίας ήταν κατά ένα μέρος απόφαση οικονομικής φύσεως. Η αμοιβή της Σέρμπιν ήταν περίπου 17 δολάρια την ώρα, οπότε «ουσιαστικά θα δούλευε μόνο για να πληρώνει για φύλαξη». Έτσι, η μόνη της επιλογή ήταν να κάνει ταυτόχρονα και τις δύο δουλειές. Δεν ήταν εύκολο ούτε για την ίδια ούτε για την κόρη της, και γινόταν ακόμα πιο δύσκολο όσο περνούσε ο καιρός.

Το γενικευμένο κλείσιμο σχολείων και βρεφονηπιακών σταθμών κατά την πανδημία έφερε πολλούς εργαζόμενους γονείς σε απόγνωση. Έπρεπε να εργάζονται εξ αποστάσεως, ενώ δεν είχαν που να αφήσουν το παιδί τους. Και παρά το γεγονός ότι, με την υποχώρηση της Covid-19, πολλά παιδιά επέστρεψαν σε παιδικούς σταθμούς, δεν ανακουφίστηκαν όλοι οι γονείς. Κάποιοι εξακολουθούν να εργάζονται από το σπίτι και ταυτόχρονα να επιβλέπουν τα παιδιά τους, κάτι που τους σπρώχνει στα όριά τους.

Υπάρχουν, μάλιστα, περιπτώσεις όπου το πρόβλημα παραμένει τόσο μεγάλο όσο και κατά την κορύφωση της πανδημίας. Ειδικά στις ΗΠΑ, η κρίση στον τομέα φύλαξης παιδιών συνεχίζεται: ο κλάδος αυτός υπέστη μαζική «αιμορραγία» εργαζομένων και κλείσιμο εγκαταστάσεων το 2020, και η αποκατάστασή του συνεχίζεται με αργούς ρυθμούς. Το Κέντρο για την Αμερικανική Πρόοδο αναφέρει πως περισσότεροι από τους μισούς Αμερικανούς ζουν σε περιοχές με τεράστια έλλειψη σε υπηρεσίες φύλαξης παιδιών , και πως, ακόμα και σε μέρη όπου αυτές υπάρχουν, το αυξανόμενο κόστος καθιστά τις ποιοτικές υπηρεσίες απαγορευτικές για τις περισσότερες οικογένειες.

Σύμφωνα με τη Μόνα Ζανούρ, αναπληρώτρια καθηγήτρια διοίκησης επιχειρήσεων στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο Καλιφόρνια στο Λονγκ Μπιτς, η επανάσταση της εξ αποστάσεως εργασίας ωφέλησε τις μητέρες, επιτρέποντας στις γυναίκες που διαφορετικά θα έπρεπε να εγκαταλείψουν την αγορά εργασίας, να συνεχίσουν να δουλεύουν. Όμως, όπως σημειώνει, για κάποιες μαμάδες «αυτό είναι δίκοπο μαχαίρι. Η τεχνολογία μάς επιτρέπει να εργαζόμαστε, να φροντίζουμε τα παιδιά μας και να ζούμε τη ζωή μας ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο. Όμως αυτό δεν είναι εύκολο και δεν μπορεί να συνεχιστεί για μεγάλο διάστημα.

Όταν η μαμά δουλεύει από το σπίτι…

Πολλές μαμάδες αναγκάζονται να το κρύβουν από τα αφεντικά τους για να μην θεωρηθεί ότι ίσως δεν συγκεντρώνονται στην εργασία τους, κάτι που τους προκαλεί άγχος και φόβο. Και όπως είναι φυσικό όταν ένας άνθρωπος που προσπαθεί την ίδια ώρα να είναι και εργαζόμενος και γονιός, συχνά δυσκολεύεται και με τα δύο και στο τέλος εξουθενώνεται.

Η Κρίστεν Κάρπεντερ, από την Πενσιλβάνια των ΗΠΑ, η οποία εργάζεται στον τομέα παροχής υπηρεσιών υγείας κυρίως από το σπίτι, ανησυχεί πως η ελλιπής φροντίδα έχει επιβλαβή αποτελέσματα στον πεντάχρονο γιο της: «Πηγαίνει στο νηπιαγωγείο για δυόμισι ώρες, επιστρέφει σπίτι και περνάει το απόγευμα με το τάμπλετ, βλέπει ταινίες επειδή εγώ πρέπει να δουλέψω. Δεν έχει όρεξη για τίποτα άλλο», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Αλλά και η ίδια η Κάρπεντερ βιώνει τις αρνητικές συνέπειες αυτής της κατάστασης. Δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στη δουλειά της όπως παλιά και δεν είναι όσο παραγωγική θα ήθελε. «Δεν καταφέρνω να συμπληρώνω το “40ωρό μου”. Όταν είναι μαζί μου, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ απολύτως·  όταν είναι στο σχολείο, έχω μόνο δυόμισι ώρες, και μετά πρέπει να πάω να τον πάρω από το λεωφορείο. Τι μπορώ να κάνω σε αυτό το διάστημα; Ειδικά όταν όλη την ώρα απλώς περιμένω την υπενθύμιση για να πάω να τον πάρω».

Πολλές από τις 53 γυναίκες από τις οποίες πήρε συνέντευξη η Ζανούρ ανέφεραν πως νιώθουν ότι μένουν διαρκώς πίσω: «Καταλήγουν να θυσιάζουν τον ύπνο τους, την υγεία τους. Ξυπνούν πολύ πρωί, πριν από τα παιδιά τους, για να ελέγξουν τα email τους, περνούν τη μέρα τους εναλλάσσοντας τους δύο ρόλους τους, και, αφότου κοιμηθούν όλοι, προσπαθούν να καλύψουν τα κενά». Και όταν, αναπόφευκτα, δεν τα καταφέρνουν, «το βιώνουν ως προσωπική αποτυχία».

Όπως λέει η Σέρμπιν, έκανε συνέχεια μικρά λάθη στη δουλειά της, επειδή δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί: «Δεν δημιουργούσαν προβλήματα, όμως με έκαναν να νιώθω ενοχές και ντροπή, επειδή ξέρω ότι μπορώ να κάνω τη δουλειά μου χωρίς αυτά τα λάθη. Και δεν μπορώ να τους πω, “η αιτία είναι ότι προσέχω το παιδί μου”. Οπότε, ανησυχώ μήπως το αναφέρουν και σκέφτομαι: “Θα βρω τον μπελά μου; Θα χάσω τη δουλειά μου;”».

Επιπλέον, τώρα που επέστρεψε η εργασιακή ζωή στην «κανονικότητα», υπάρχει ένα επιπλέον ζήτημα. Στην αρχή της πανδημίας, όταν έκλεισαν τα σχολεία και αρχίσαμε ξαφνικά να εργαζόμαστε εξ αποστάσεως, υπήρχε πολλή κατανόηση και ενσυναίσθηση για τους εργαζόμενους γονείς, εξηγεί η Ζανούρ, η οποία είναι και συν-συγγραφέας μελέτης για τις εμπειρίες εργαζόμενων μητέρων κατά τη διάρκεια της πανδημίας και μετά : «Τα δεδομένα δείχνουν πως η ενσυναίσθηση εξαντλήθηκε πολύ γρήγορα».

Μαζί με το στρες, το άγχος και την εξουθένωση, όλοι αυτοί οι παράγοντες οδήγησαν κάποιες μητέρες να αλλάξουν εντελώς καριέρα. Η Σέρμπιν ανέλαβε θέση πλήρους απασχόλησης με φυσική παρουσία, καθώς την κόρη της τη φροντίζει η δική της μητέρα. Όπως λέει, δεν είναι η τέλεια λύση: «Απλώς νιώθω ένοχη για άλλο πράγμα: που εργάζομαι και δεν φροντίζω το παιδί μου».

Άλλες γυναίκες, όπως η Κάρπεντερ, παραμένουν στην ίδια κατάσταση. Μετράει τις μέρες μέχρι να πάει ο γιος της στην Α’ Δημοτικού και να είναι όλη μέρα στο σχολείο. Στο μεταξύ, προσπαθεί να τα καταφέρνει όλα: «Έχω νεύρα, νιώθω καταβεβλημένη».

ertnews.gr