in ,

O γητευτής του Ηπειρώτικου κλαρίνου στον χορό των Ηπειρωτών.

O  Πετρολούκας Χαλκιάς  στον  Άγιο Νικόλαο

O Πετρολούκας Χαλκιάς κάποτε είδε άλογο να σηκώνεται όρθιο, ακούγοντας το κλαρίνο του .

Κλαριντζής. Γεννήθηκε στο Δελβινάκι Ιωαννίνων. Δεν έχει τελειώσει το σχολείο, αλλά ξέρει ότι το κλαρίνο είναι ο απόγονος του αρχαίου αυλού, που έχει μέσα του όλα τα συναισθήματα του ανθρώπου .

 

 Να πως διηγείται ο ίδιος την ζωή του:

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Δελβινάκι Ιωαννίνων το 1934 και όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος περάσαμε όλα τα κακά, τα πάνδεινα. Τα θυμάμαι όλα, γιατί ήμουν 6 χρονών. Ότι βγήκαμε από το σπίτι μας όταν πέρασαν τη μεθόριο της Αλβανίας οι Ιταλοί, ότι μας είπαν να ξαναγυρίσουμε στα χωριά μας, τα πτώματα στον δρόμο, άλλα από δω, άλλα από κει, αυτοκίνητα αναποδογυρισμένα, τη μεγάλη πείνα του ’41. Με έπαιρνε η γιαγιά, περνούσαμε στην Αλβανία και διακόνευε ψωμί. Έλεγε «το παιδί θα μου πεθάνει, δεν έχουμε να φάμε» και μας έδιναν ξεροκόμματα.

Έτσι ζήσαμε.

Θυμάμαι τότε που μπήκαν οι Γερμανοί στο χωριό, σκότωσαν ανθρώπους κι έκαψαν σπίτια – μεγάλο κακό. Μας έλεγαν να φύγουμε τα γυναικόπαιδα και να πάμε στα Ζαγόρια, γιατί πίστευαν πως δεν θα πήγαιναν εκεί οι Γερμανοί, αλλά δεν το κάναμε.

Το ’45 έγινε ο Εμφύλιος, με τον οποίο περάσαμε χειρότερα. Δεν έφτανε η πείνα, είχαμε και τον πόλεμο μεταξύ μας. Τη μία μέρα ερχόταν ο ελληνικός στρατός κι έλεγε «μη φοβάστε», την άλλη μέρα έρχονταν οι αντάρτες. Ο πατέρας μου τότε ήταν ακόμα στρατιώτης – «γεροσοφούληδες» τους λέγανε. Φύγαμε ανταρτόπληκτοι και πήγαμε στα Γιάννενα. Στα Γιάννενα έπαιρνα το κλαρίνο του πατέρα μου για να μάθω, αλλά εκείνος δεν με άφηνε.

 

Κάποια στιγμή που ήρθε με άδεια με πήρε και με πήγε σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων για να γίνω μηχανικός. Ήμουν 12 χρονών, δεν μου άρεσε το γκαράζ, έφυγα. Πήρα ένα ξύλο, το τρύπησα με ένα πυρωμένο σίδερο, του άνοιξα έξι τρύπες κι έφτιαξα ένα δικό μου κλαρίνο, αυτοσχέδιο. Έτσι έμαθα να παίζω. Έπειτα, που γύρισε ο πατέρας μου από τον στρατό, έπαιζα κρυφά, δεν του είχα πει ότι ήξερα.

Στα 18 πήγα στο χωριό μου επίσκεψη ως Αθηναίος.

 

Στο πηγάδι όπου με άφησε το λεωφορείο μια κοπέλα έπαιρνε νερό. Τη βλέπω ζαλωμένη με τις βαρέλες στην πλάτη και της λέω: «Γεια σου, Μαρία». Μου απαντάει: «Μάθαμε ότι θα φάμε κουφέτα, θα παντρευτείς στην Αθήνα». «Ποιος το είπε αυτό;», τη ρωτάω. «Έτσι λένε», μου λέει. «Τι να κάνω; Aφού εδώ δεν με θέλει καμία», της απαντάω εγώ. «Ρώτησες καμία και σου είπε όχι;», με ξαναρωτά. «Ρωτάω εσένα», της λέω. «Δεν γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα. Πήρες φόρα. Ξέρεις πώς πρέπει να γίνει το σωστό». Έτσι πήγα στον πατέρα της και τη ζήτησα. Κι έτσι παντρεύτηκα. Στον γάμο μου είχα τον Τάσο Χαλκιά, το Μήτσο Χαρισιάδη, το Φίλιππα Ρούντα, είχα δέκα κλαρίνα. Το βράδυ, στις εντολές, στο «πίνουμε εις υγείαν των νεονύμφων» κ.λπ., λέω «Να σας πω κι εγώ κάτι.

 

Το πρώτο κρασί το πίνω στην πρώτη μου αγάπη». Αγρίεψαν ο πεθερός και η πεθερά. Άρχισε μια φασαρία. Νόμιζαν ότι έλεγα για γυναίκα. Συνεχίζω: «Δεν τελείωσα τη φράση μου. Η πρώτη μου αγάπη είναι το κλαρίνο, η δεύτερη είναι η γυναίκα μου». Μετά τον γάμο, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, έρχομαι πάλι στην Αθήνα. Έβγαλα κι άλλα τραγούδια κι έγινε χαμός. Λαμβάνω, τότε, ένα γράμμα από την Αμερική με μια πρόταση να πάω εκεί για να μου βγάλουν long play. Δώδεκα τραγούδια, έξι από τη μία πλευρά κι έξι από την άλλη. Μου έδιναν τα εισιτήρια και 1.000 δολάρια, ήταν πολύ καλά λεφτά. Έτσι, πήγα στην Αμερική λίγο πριν το 1960 – πρόλαβα και τον Κένεντι.

 

Όλα τα καλά κλαρίνα ήταν εκεί εκείνη την εποχή: ο Βασίλης, ο Σαλέας (ο παλιός), ο Τάσος ο Χαλκιάς. Παίζαμε στους χορούς που διοργάνωνε η Ομογένεια και γινόταν χαμός. Τότε πήγα να παίξω σε ένα μαγαζί αραβοτούρκικο που είχε θαμώνες Τούρκους, Αρμένιους, Έλληνες, Άραβες και πολλούς άλλους. Είχε και χορεύτριες, belly dancers. Εν τω μεταξύ, όλο το συγκρότημα που έπαιζε ήταν Τούρκοι κι εγώ δεν είχα ιδέα από τη μουσική αυτή. Ήξερα να παίζω μόνο ηπειρώτικα. Τους λέω: «Ρε παιδιά, δεν τα ξέρω εγώ αυτά, αλλά να δοκιμάσω».

Το αφεντικό απάντησε: «Περάσανε πολλοί, Πέτρο, και δεν μπορέσανε». Μου δίνει δέκα τραγούδια σε μια κασέτα και μου λέει να τα μάθω μέσα σε δύο μέρες. Το κλαρίνο το είχα πάντα μαζί μου, μέρα-νύχτα, ακόμα και στο κρεβάτι μου. Είχανε βγει κάτι μαγνητόφωνα τότε που πατούσες το κουμπί και το τραγούδι ξαναγυρνούσε από την αρχή. Άκουγα προσεκτικά ξανά και ξανά το καθένα μέχρι που με έπαιρνε ο ύπνος και μετά ονειρευόμουν ότι το ‘παιζα. Μόλις ξυπνούσα, άρπαζα το κλαρίνο και το ‘παιζα στ’ αλήθεια. Το μάθαινα στον ύπνο μου. Σε δύο μέρες τα έμαθα και τα δέκα κι έπιασα δουλειά στο μαγαζί.

Οι παλιοί στο χωριό μου έλεγαν ότι κάποτε μια ομάδα οργανοπαίχτες κάπου παίζανε και τέλειωσαν στις 3 το πρωί. Επειδή έκανε κρύο κι έβρεχε, έμειναν σε μια σπηλιά. Στη σπηλιά όπου πήγαν ήταν μια αρκούδα. Την ξύπνησαν κι αυτή αγρίεψε και τότε ο γεροντότερος τους συμβούλεψε: «Μην τρέξετε, βγάλτε τα όργανα και παίξτε, μη φοβάστε». Έτσι σώθηκαν. Θυμάμαι ότι σε κάποιο μέρος που με κάλεσαν ένα άλογο, κάθε φορά που έπαιζα, σηκωνόταν στα πίσω πόδια, όρθιο. Μόλις σταματούσα, έπεφτε.

Η παραδοσιακή μουσική σήμερα έχει εξελιχθεί και δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό. Κάθε γενιά κάτι εξελίσσει. Θυμάμαι ότι παλιά, όταν έπαιζα κλαρίνο, έπαιρνε νούμερο χορού κάθε τραπέζι και σηκώνονταν 8-10 άτομα να χορέψουν. Κι εγώ κοίταγα τα βήματα του πρώτου που χόρευε κι έφτιαχνα μελωδία πάνω στα βήματά του. Τώρα δεν είναι έτσι, ανεβαίνουν όλοι μαζί, 50 άτομα, τα κοριτσάκια με τα αγόρια τρίβονται στον χορό και η κατάσταση είναι «βαράτε βιολιτζήδες». Λες κι είναι αρκούδες. Και όλα τα νέα κλαρίνα προσπαθούν να μιμηθούν το δικό μας μοτίβο.

 

Έχω παίξει εκατομμύρια τραγούδια με το κλαρίνο μου, ενώ ένας νέος κλαριντζής σήμερα δεν ξέρει να παίξει περισσότερα από 40 κομμάτια. Μπορώ να καταλάβω και από πού έχει κλέψει καθένας που παρουσιάζει ένα νέο κομμάτι σαν δικό του. Πάω πολλές φορές, τα βλέπω και γελάω. Όσο μπορώ, θα παίζω. Μέχρι να πεθάνω. Κι έχω αφήσει εντολή στα παιδιά μου να με θάψουν μαζί με το κλαρίνο, να το βάλουν δίπλα μου, μέσα στην κάσα. Όταν ο άνθρωπος περάσει τα 70 βλέπει τις απόψεις που είχε στα 30 και ή γελάει ή κλαίει. Του φαίνονται λάθος. Σημασία έχει να προσπαθεί να διορθώσει τα λάθη του.

 

Στο  αντάμωμα  των  Ηπειρωτών Λασιθίου  που  θα πραγματοποιηθεί  την Κυριακή  19 Mάρτη  2017 και ώρα 13:30 μ.μ στο κέντρο «Digenis   Palace»  στις Λίμνες  Λασιθίου οι Ηπειτρώτες και οι φίλοι τους θα έχουν την ευκαιρία να ακούσουν τον γητευτή του Ηπειρώτικου κλαρίνου  Πέτρολούκα  Χαλκιά  με τον Αντώνη Κυρίτση  στο τραγούδι και την μουσική τους παρέα.

Η τιμή εισόδου  είναι € 20 με φαγητό ποτό και μουσική και € 15 για μαθητές φοιτητές..

Κρατήσεις  απ’ ευθείας στο κέντρο 2841032048.