in

Γιατί το ΥΠΟΙΚ δεν μειώνει τους συντελεστές ΦΠΑ στα τρόφιμα

Η μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα σε μια περίοδο υψηλών τιμών μπορεί να λειτουργήσει θετικά για την Ισπανία.

Για την Ελλάδα όμως, θα ισοδυναμούσε με μια γερή ένεση ρευστότητας για όλη την αλυσίδα του εμπορίου, μια τεράστια απώλεια εσόδων για το δημόσιο και ένα -σχεδόν- μηδενικό κέρδος για τον καταναλωτή.

Η βασική αιτία είναι ότι λόγω των μνημονίων οι συντελεστές ΦΠΑ στην Ελλάδα αυξήθηκαν υπερβολικά. Ο βασικός συντελεστής από το 19% το 2009 έφτασε στο 24% και ο μειωμένος από το 7% στο 13%. Τον υψηλότερο βασικό συντελεστή ΦΠΑ έχει η Ουγγαρία (27%). Αμέσως μετά έρχονται η Δανία και η Κροατία οι οποίες έχουν βασικό συντελεστή 25% και αμέσως χαμηλότερο, στο 24%, έχει η Ελλάδα και η Σουηδία. Η Ισπανία έχει βασικό συντελεστή 21% και όλα τα τρόφιμα στα οποία μείωσε ή ανέστειλε τον ΦΠΑ επιβαρύνονται με συντελεστή 10% ή τον υπερμειωμένο συντελεστή του 4%. 

Εκτός από τον τρίτο υψηλότερο συντελεστή ΦΠΑ, η Ελλάδα έχει και το τέταρτο υψηλότερο “κενό” ΦΠΑ, δηλαδή το ΦΠΑ που αναλογεί με βάση τις συναλλαγές σε σχέση με τον φόρο που εισπράττεται. Με βάση πρόσφατη έρευνα της Κομισιόν Ελλάδα έχασε το 2020 τα 2 από τα 10 ευρώ ΦΠΑ που θα έπρεπε κανονικά να εισπράξει (19,7% των εσόδων ΦΠΑ), ποσοστό που αντιστοιχεί σε 3,18 δισ. ευρώ. Το ποσοστό της απώλειας μειώθηκε μεν από το 23,4% που είχε φτάσει το 2019, αλλά κάποιος δύσπιστος θα πει ότι σε μια χρονιά που συνέπεσε με δυο διαδοχικά lockdowns της οικονομίας, περιοριστικά μέτρα κατά της διάδοσης του κορονοϊού και κορύφωση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, η μείωση της απώλειας ΦΠΑ είναι μικρότερη επιτυχία κατά της φοροδιαφυγής από όση εμφανίζεται σε αριθμούς. 

Κανένα κέρδος μεγάλες απώλειες 

Στο κεφάλαιο “μειώσεις ΦΠΑ”, επιβάλλεται να υπενθυμίσουμε και τη –μάλλον πικρή– εμπειρία, από την τελευταία μείωση ΦΠΑ που έγινε στην Ελλάδα. Στο τέλος του 2013, ο τότε Πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς, είχε εξαγγείλει τη μείωση του συντελεστή ΦΠΑ στην εστίαση από το 24% στο 13%. Μάλιστα, είχε προειδοποιήσει ότι αν η φοροδιαφυγή δεν περιοριστεί, ο συντελεστής θα επανερχόταν στο 24%. Το αποτέλεσμα ήταν, στο τέλος του 2014, ο προϋπολογισμός, να κλείσει με πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο όμως ήταν μικρότερο κατά 3 δισ. κάτω από τον στόχο που είχε συμφωνηθεί με την τρόικα. 

Η συνέχεια είναι γνωστή. Το 2015 η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ -ΑΝΕΛ, που ανάλαβε μετά τις εκλογές, προχώρησε στο τέλος του 2015, σε συνολική αναθεώρηση των συντελεστών ΦΠΑ που ισχύει με μικρές εξαιρέσεις, μέχρι και σήμερα. 

Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι οι υψηλοί συντελεστές ΦΠΑ που ισχύουν στην Ελλάδα απομακρύνουν κάθε σκέψη μείωσής τους, ακόμη και σε περιόδους όπως αυτή που διανύουμε, με τις τιμές των τροφίμων να αυξάνονται κάθε 15ήμερο. Η απώλεια από τα έσοδα ΦΠΑ, θα γινόταν στο μεγαλύτερο μέρος της μια έμμεση επιδότηση στις επιχειρήσεις οι οποίες θα βελτίωναν μεν τη ρευστότητα τους, αλλά το μέτρο, θα στεφόταν με αποτυχία αφού οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί θα συνέχιζαν να πιέζονται από τις συνεχείς ανατιμήσεις.

Οι παράπλευρες απώλειες 

Σε επίπεδο δημοσίου, μια τέτοια κίνηση θα ισοδυναμούσε με μια τεράστια φορολογική δαπάνη, που θα ήταν αδύνατο να αναπληρωθεί και δύσκολο να ανακτηθεί, αφού η επαναφορά των συντελεστών (μόλις τελείωνε η περίοδος εφαρμογής του μέτρου) στα σημερινά επίπεδα, θα προκαλούσε πολλές αντιδράσεις 

Επιπλέον, μια τέτοια κίνηση, θα έπρεπε να τύχει και της -άτυπης έστω -έγκρισης των Βρυξελλών. Ακόμη και μετά το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας, την Ελλάδα δεσμεύουν οι κατευθυντήριες γραμμές της Κομισιόν για το 2023, οι οποίες είναι πιο αυστηρές για τις χώρες με υψηλό χρέος. Οι οδηγίες είναι σαφείς: Τα μέτρα στήριξης για την άμβλυνση των συνεπειών της ενεργειακής κρίσης, θα πρέπει να είναι έκτακτα, χρηματοδοτούμενα από πλεόνασμα εσόδων και να είναι στοχευμένα στους οικονομικά αδύναμους. Η μείωση των συντελεστών ΦΠΑ θα ήταν ένα οριζόντιο μέτρο, το οποίο θα ήταν δύσκολο να χρηματοδοτήσουμε.

Αυτό θα είχε συνέπεια και στα μέτρα ύψους 4 δισ. που έχουν δρομολογηθεί για το 2023, τα οποία βασίζονταν και στα επιπλέον έσοδα και από έμμεσους φόρους. Με την απώλεια εσόδων από τις μειώσεις ΦΠΑ, κάποια από αυτά τα μέτρα θα έπρεπε να διαγραφούν. Έτσι, φτάσαμε στο έκτακτο μέτρο του “market pass” που θα χρηματοδοτηθεί από τα επίσης έκτακτα έσοδα ύψους 650 εκατ. ευρώ, από τις εταιρείες πετρελαιοειδών. 

capital.gr