in

Γιατί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έβαλε “λουκέτο” σε ελληνική εκκλησία

Την παύση λειτουργίας ελληνικής εκκλησίας επικύρωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.

Η απόφαση για το “λουκέτο” στον Ι.Ν. Αγίου Κοσμά του Αιτωλού μετά την προσχώρηση του ιερέα στην Εκκλησία των Παλαιοημερολογιτών δεν συνιστά “αδικαιολόγητη παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας οργάνωσης στη θρησκευτική ελευθερία” έκρινε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).

Όπως αναφέρει στην απόφασή του “υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η ανάκληση της άδειας και το κλείσιμο του ναού, αφού ο πρόεδρός του μεταστράφηκε σε άλλη θρησκευτική κοινότητα και, ως εκ τούτου, δεν είχε νόμιμο δικαίωμα χρήσης υπό την ιδιότητά του αυτή, δεν συνιστούν αδικαιολόγητη παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας οργάνωσης στη θρησκευτική ελευθερία. Λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις του εθνικού δικαίου σχετικά με την άδεια λειτουργίας μιας εκκλησίας, η απόφαση του ΣτΕ σχετικά με την κατά την άποψή του παράνομη λειτουργία της εκκλησίας που ανήκει στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος δεν φαίνεται ούτε αυθαίρετη ούτε υπερβολική. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά αδικαιολόγητη παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας να ασκεί τη θρησκεία της, καθώς δεν περιόρισε το δικαίωμά της να λάβει άδεια λειτουργίας ως τόπος λατρείας των Παλαιοημερολογιτών υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο νόμος”.

Το ιστορικό της υπόθεσης

Ο ναός είχε εγκαινιαστεί το 2008 από τον Μητροπολίτη Αιτωλοακαρνανίας μετά τη δωρεά σε οργάνωση – θρησκευτικό σωματείο με πρόεδρο τον Α.Π. (ο οποίος ως μοναχός ονομαζόταν Α.), οικοπέδου 2.500 τ.μ., όπου χτίστηκε ο ναός 90 τ.μ. Με τη συμβολαιογραφική πράξη, η προσφεύγουσα οργάνωση δώρισε το ανωτέρω ακίνητο στον Δήμο Ανακτορίου, υπό τον όρο ότι ο τελευταίος θα συνέβαλε στη λειτουργία της προσφεύγουσας οργάνωσης, συμπεριλαμβανομένης της συμβολής σε ορισμένες εορταστικές εκδηλώσεις, όπως η ετήσια εορτή του Αγίου Κοσμά Αιτωλού. Η προσφεύγουσα διατήρησε το δικαίωμα κοινής χρήσης της εκκλησίας.

Ωστόσο, το 2012 ο ιερέας Α.Π. προσχώρησε στην Εκκλησία των Παλαιοημερολογιτών. Κατόπιν αυτού ο Μητροπολίτης ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας της εκκλησίας, απαγόρευσε τη λειτουργία της και διέταξε το κλείσιμό της.

Η συγκεκριμένη πράξη ανέφερε ότι ο ιδιόκτητος ναός του Αγίου Κοσμά Αιτωλού είχε πάψει να εξυπηρετεί τον σκοπό του, δηλαδή να διεξάγει τον ετήσιο αγιασμό και να λειτουργεί όταν ο Μητροπολίτης έδινε άδεια. Ο λόγος ήταν ότι δεν λειτουργούσε από νόμιμο και κανονικό κληρικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας, υπό τη διεύθυνση του Μητροπολίτη, αλλά από σχισματικό ιερέα. Η πράξη αποσκοπούσε στην προστασία της εκκλησιαστικής τάξης και στην αποτροπή της παραπλάνησης των πιστών της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας, αφού ο ναός λειτουργούσε υπό σχισματική θρησκευτική κοινότητα.

Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και η κρίση του ΕΔΔΑ

Μετά από προσφυγή το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάνθηκε ότι η πράξη της παύσης λειτουργίας ήταν νόμιμη και επαρκώς αιτιολογημένη. Ειδικότερα, όπως αναφέρθηκε “δεν αμφισβητήθηκε ότι η εκκλησία ιδρύθηκε και έλαβε άδεια λειτουργίας ως εκκλησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος- επομένως, από τη στιγμή που η λειτουργία της συνεχίστηκε υπό διαφορετική θρησκευτική κοινότητα, έπαψε να εξυπηρετεί τον σκοπό της, δηλαδή τις θρησκευτικές ανάγκες των ατόμων που ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία”.

Από την πλευρά του το Συμβούλιο της Επικρατείας απέδωσε βαρύτητα στη δήλωση που προστέθηκε στα πρακτικά του ελληνικού Συντάγματος του 1975 και προβλέπει ότι οι Παλαιοημερολογίτες μπορούν να ασκούν τη λατρεία τους χωρίς να παρεμποδίζονται, η εκκλησία τους είναι αυτοκέφαλη και διοικητικά αυτόνομη. Ταυτόχρονα, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος είναι οργανωμένη σύμφωνα με το Συνταγματικό της Διάγραμμα, το οποίο θεσπίστηκε με νόμο που ψηφίστηκε από τη Βουλή, και η θρησκευτική κοινότητα των Παλαιοημερολογιτών βρίσκεται έτσι εκτός της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται από το ΕΔΔΑ και στην επίκληση της κυβέρνησης στην απόφαση του ΣτΕ στην οποία αναφέρεται ότι “οι Παλαιοημερολογίτες αποτελούν δική τους θρησκευτική κοινότητα, διοικητικά αποσπασμένη από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος. Διαφέρει από την τελευταία ως προς τα θέματα που αφορούν το ημερολόγιο και τις ημερομηνίες των εορτασμών. Επικαλέστηκαν επίσης την υπ’ αριθμ. 2/2005 Γνωμοδότηση του Αντιπροέδρου του ΣτΕ ότι οι Παλαιοημερολογίτες ίδρυσαν και διοίκησαν τις δικές τους κοινότητες, διακριτές από την Εκκλησία της Ελλάδος, και η λατρεία τους τελούνταν σύμφωνα με τις δικές τους πεποιθήσεις, ανεξάρτητα από το αν αυτό αποτελεί παρέκκλιση από το δόγμα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Οι διαφορές όσον αφορά το ημερολόγιο και τον χρόνο των εορτασμών συνδέονται με την πεποίθηση ότι οι Παλαιοημερολογίτες είναι υποχρεωμένοι να λατρεύουν τον Θεό μόνο σε συγκεκριμένη ώρα. Αποτελούν έτσι μια ξεχωριστή θρησκευτική κοινότητα και ως τέτοια μια ανεξάρτητη γνωστή θρησκεία”.

Ειδικότερα, τονίζεται πως όπως σημείωσε το εθνικό δικαστήριο, “η απαγόρευση της χρήσης ενός ναού που έχει ιδρυθεί σύμφωνα με τους κανόνες μιας ορισμένης θρησκευτικής κοινότητας για τις ανάγκες μιας άλλης κοινότητας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Εξάλλου, όπως επισήμανε η Κυβέρνηση, για την ίδρυση, ανέγερση ή λειτουργία εκκλησίας ή οίκου λατρείας οποιουδήποτε δόγματος ή θρησκείας εκτός της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν απαιτείται άδεια ή γνώμη της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος. Μια τέτοια αίτηση υποβάλλεται στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και όχι στην αρμόδια εκκλησιαστική αρχή”.

capital.gr