in

Γ. Πλακιωτάκης: Οι αγώνες της Κρήτης για τη λευτεριά δεν έχουν προηγούμενο (pic)

Τις εργασίες της Διημερίδας «Κοινοβουλευτισμός και Οργάνωση του κράτους στην Κρητική Πολιτεία (1898 – 1913)», που διοργάνωσε το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων και το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών, «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», άνοιξε ο Α’ Αντιπρόεδρος της Βουλής και Βουλευτής Λασιθίου, κ. Γιάννης Πλακιωτάκης.

Ο κ. Πλακιωτάκης υπενθυμίζοντας ότι σε λίγες μέρες (1η Δεκεμβρίου), θα συμπληρωθούν 110 χρόνια «από την πανηγυρική ανακήρυξη της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, που έδωσε οριστικό τέλος στα 244 χρόνια δεινής τουρκοκρατίας στο νησί», εξήγησε ότι για τον ίδιο, η συγκεκριμένη διημερίδα είναι «εξόχως τιμητική, για τον πρόσθετο λόγο ότι ο προπάππους μου, Ιωσήφ Πλακιωτάκης, υπήρξε μέλος της Β´ Συντακτικής Συνέλευσης το 1906».

«Οι αγώνες της Κρήτης για τη λευτεριά»,  πρόσθεσε ο κ. Πλακιωτάκης, «ιδιαίτερα εκείνοι του 19ου αιώνα, δεν έχουν προηγούμενο ενδεχομένως και στην παγκόσμια ιστορία τόσο για τον αριθμό των εξεγέρσεων όσο και το πάθος και την έντασή τους. Οι αγώνες αυτοί αποτελούν, πράγματι, μια πολύ σημαντική ιστορική πορεία, η οποία, πάντως, δεν έχει καταστεί επαρκώς γνωστή στην υπόλοιπη Ελλάδα προκειμένου να κατανοηθεί, πέραν των λοιπών, ο μέγας ζήλος των Κρητών και η φλογερή τους επιθυμία για την Ένωση με την Μητέρα Πατρίδα, την Ελλάδα».

«Οι Κρητικοί πολέμησαν για τη λευτεριά τους, και αγωνίστηκαν σκληρά για να επιτύχουν την Ένωση», πρόσθεσε ο Αντιπρόεδρος της Βουλής. «Η λύτρωσή τους δεν ήρθε ως αποτέλεσμα μιας γενικότερης πολιτικής διευθέτησης στην κατάσταση που διαδέχθηκε την παρακμή και, τελικά, την κατάρρευση του Μεγάλου Ασθενούς, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». 

Αμέσως μετά τις εναρκτήριες ομιλίες, πραγματοποιήθηκε ξενάγηση στα εγκαίνια της έκθεσης: «Πολιτική Κοινωνία στην Κρητική Πολιτεία, 1898 – 1913».

Η ομιλία του Γ. Πλακιωτάκη

Κυρίες και κύριοι,

Σε λίγες ημέρες, και συγκεκριμένα την 1η Δεκεμβρίου, θα γιορτάσουμε τα 110 χρόνια από την πανηγυρική ανακήρυξη της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα, που έδωσε οριστικό τέλος στα 244 χρόνια δεινής τουρκοκρατίας στο νησί, δηλ. από το 1669 που έχουμε την ολοκλήρωση της κατάκτησης της Κρήτης με την κατάληψη του Χάνδακα.

Για μένα προσωπικά, η σημερινή εκδήλωση είναι εξόχως τιμητική για τον πρόσθετο λόγο ότι ο προπάππους μου Ιωσήφ Πλακιωτάκης υπήρξε μέλος της Β´ Συντακτικής Συνέλευσης το 1906.

Οι αγώνες της Κρήτης για τη λευτεριά, ιδιαίτερα εκείνοι του 19ου αιώνα, δεν έχουν προηγούμενο ενδεχομένως και στην παγκόσμια ιστορία τόσο για τον αριθμό των εξεγέρσεων όσο και το πάθος και την έντασή τους. Οι αγώνες αυτοί αποτελούν, πράγματι, μια πολύ σημαντική ιστορική πορεία, η οποία, πάντως, δεν έχει καταστεί επαρκώς γνωστή στην υπόλοιπη Ελλάδα προκειμένου να κατανοηθεί, πέραν των λοιπών, ο μέγας ζήλος των Κρητών και η φλογερή τους επιθυμία για την Ένωση με την Μητέρα Πατρίδα, την Ελλάδα.

Οι Κρητικοί πολέμησαν για τη λευτεριά τους, και αγωνίστηκαν σκληρά για να επιτύχουν την Ένωση. Η λύτρωσή τους δεν ήρθε ως αποτέλεσμα μιας γενικότερης πολιτικής διευθέτησης στην κατάσταση που διαδέχθηκε την παρακμή και, τελικά, την κατάρρευση του Μεγάλου Ασθενούς, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.  Μια συνοπτική καταγραφή των αγώνων τους αρκεί για να αποδείξει του λόγου το αληθές. Συμμετοχή στην Επανάσταση του 1821, το Κίνημα των Μουρνιών του 1833, η Επανάσταση του 1841, το κίνημα του Μαυρογένη του 1858, η Μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866-1869, η Επανάσταση του 1878, η Επανάσταση του 1889, η Επανάσταση του 1897-1898.  

Από αυτή την ιστορική διαδρομή καλούμαστε σήμερα να φωτίσουμε συγκεκριμένα στοιχεία της Κρητικής Πολιτείας, δηλ. της περιόδου 1898-1913 κατά την οποία η Κρήτη αναγνωρίζεται, διοικείται και λειτουργεί υπό ένα ιδιότυπο καθεστώς Αυτονομίας. Είναι εκείνο το καθεστώςστο οποίο η Κρήτη βρίσκεται υπό την προστασία ή κατοχή των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία και Ρωσία) και την επικυριαρχία του Σουλτάνου. Είναι ένα καθεστώς μιας Πολιτείας που αυτονομείται χωρίς να ανεξαρτοποιείται, μιας Πολιτείας που οργανώνεται κατά τρόπο που θα της επιτρέψει να φτάσει τελικά στην πολυπόθητη  Ένωση που συνιστά τον υπέρτατο σκοπό και στόχο.

Η έναρξη της Κρητικής Πολιτείας αρχίζει με την άφιξη του Πρίγκιπα Γεωργίου, ως Ύπατου Αρμοστή, στις 9 Δεκεμβρίου του 1898 και την Προκήρυξη του Πρίγκιπα Γεωργίου που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας. Στο ίδιο Πρώτο Φύλλο της Εφημερίδας συναντούμε και την πρώτη προσπάθεια κοινοβουλευτικής οργάνωσης και λειτουργίας με την έκδοση του διατάγματος για τη σύσταση Επιτροπής που θα συνέτασσε το Σύνταγμα της Κρήτης. Πρόεδρος ορίστηκε ο Ιωάννης Σφακιανάκης και μέλη της 12 Χριστιανοί και 4 Μουσουλμάνοι, μεταξύ τους και ο Ελευθέριος Βενιζέλος του οποίου η πολιτική και διπλωματική ικανότητα αρχίζει άμεσα να γίνεται αντιληπτή.  

Στο δεύτερο φύλλο της Εφημερίδας (31  Δεκεμβρίου 1898) δημοσιεύεται το διάταγμα για τη σύσταση Επιτροπής για την Παρασκευή δικαστικών νομοσχεδίων, ενώ στο τρίτο φύλλο (9 Ιανουαρίου 1899) δημοσιεύεται το διάταγμα για τη συγκρότηση της Κρητικής Συνέλευσης με το οποίο προκηρύχθηκαν εκλογές στις 24 Ιανουαρίου 1899 για την ανάδειξη των της πρώτης Κρητικής Συντακτικής Συνέλευσης που θα συγκροτείτο από 138 Χριστιανούς και 50 Μουσουλμάνους πληρεξούσιους. 

Η Συντακτική Συνέλευση ψηφίζει την πρόταση Συντάγματος προς τον Ύπατο Αρμοστή που το εγκρίνει με το διάταγμα της 16ης Απριλίου 1899, το οποίο με τη σειρά του εγκρίνεται από το Συμβούλιο των Πρέσβεων των Προστάτιδων Δυνάμεων στη Ρώμη και εφαρμόστηκε άμεσα. Ακολούθως, ο Πρίγκιπας Γεώργιος, ως Ηγεμόνας  διορίζει την πρώτη Κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας με τα μέλη της να αποκτούν την ιδιότητα του Συμβούλου.

Το έργο της νέας κυβέρνησης δεν είναι εύκολο. Καλείται σε σύντομο χρονικό διάστημα να θέσει τις βάσεις μιας οργανωμένης πολιτείας, το οποίο, ας μη λησμονούμε, δεν έχει αποκτήσει την ταυτότητα ενός απολύτως ανεξάρτητου κράτους, το οποίο, ούτως ή άλλως, δεν ήταν στη στόχευσή του. 

Αναλαμβάνει ένα τιτάνιο έργο οργάνωσης και ανασυγκρότησης του νησιού στο οικονομικό πεδίο με την έκδοση της δραχμής ως επίσημου νομίσματος, τη συγκρότηση χωροφυλακής για την διαφύλαξη της έννομης τάξης, την εξασφάλιση ισχυρού νομοθετικού πλαισίου με την  σύσταση Επιτροπής για τη σύνταξη αστικού κώδικα και κώδικα πολιτικής δικονομίας. Εκδίδονται νόμοι και διατάγματα για τις Αρχαιότητες (1899, 1900, 1901 και 1903), τον Οργανισμό της Δημόσιας Εκπαιδεύσεως (Οκτώβριος 1899), την διοικητική διαίρεση και οργάνωση των δήμων (1900), την αναγκαστική απαλλοτρίωση κτημάτων (1901), τα Δημόσια Νοσοκομεία (1901), την ακτοπλοΐα μεταξύ Πειραιά και των κυριότερων λιμανιών της Κρήτης (Σητεία, Άγιος Νικόλαος, Σίσι, Χερσόνησος, Ηράκλειο, Καστέλλι, Μυλοπόταμο, Ρέθυμνο, Γεωργιούπολη και Χανιά), περί εγκατάστασης λεπρών στη Σπιναλόγκα (1903), και πολλά άλλα.

Σαφώς, η όποια αναφορά σε νομοθετήματα για τους σκοπούς του παρόντος Συνεδρίου δεν μπορεί να μην λάβει κατά βάση  υπόψη της τα δυο Κρητικά Συντάγματα του 1899 και του 1907. Ούτως ή άλλως, τα Συντάγματα, ως Θεμελιώδεις Νόμοι μιας πολιτείας, συνιστούν τον κύριο κορμό θεσμικής της οργάνωσής τους και, υπό την έννοια αυτή, πιστεύω ότι θα ήταν χρήσιμο να εστιάσουμε λίγο περισσότερο σε αυτά τα δυο συνταγματικά κείμενα  προκειμένου, μέσα από την συγκριτική τους αξιολόγησή τους να προβούμε αφενός σε ορισμένες διαπιστώσεις που αφορούν στην ίδια την Κρητική Πολιτεία και την εξέλιξή της μέχρι την τελική Ένωση με την Ελλάδα το 1913 και αφετέρου σε μια σύντομη συγκριτική παράθεση με τα ελληνικά Συντάγματα της εποχής.

Αρχικά, θα πρέπει να επισημανθεί η θεμελιώδης πρόβλεψη και των δυο Συνταγμάτων που συνίσταται στο γεγονός ότι η Κρήτη αποτελεί ένα «εντελώς αυτόνομο Κράτος». Από την άλλη πλευρά, το πρώτο Σύνταγμα του 1899 είναι βέβαιο ότι αντλεί την έμπνευσή του από το Σύνταγμα της Ελλάδος του 1864. Δεν μπορεί βέβαια να ισχυριστεί κανείς ότι το αντιγράφει. Κινείται στο πλαίσιο της βασιλευομένης ή, ακριβέστερα, της ηγεμονευομένης δημοκρατίας δεδομένου ότι στην Κρήτη η άσκηση της εξουσίας συγκεντρώνεται στο πρόσωπο του αποκαλούμενου Ηγεμόνα (όχι πλέον Ύπατου Αρμοστή), ο οποίοςείναι ο ανώτατος άρχων της Πολιτείας που  θέτει τους νόμους μετά της Βουλής των αντιπροσώπων του λαού, ασκεί την εκτελεστική εξουσία δια των υπεύθυνων Συμβούλων και απονέμει δικαιοσύνη δια των δικαστηρίων. 

Εξαιτίας της Αυτονομίας, το Σύνταγμα και η Κρητική Πολιτεία εμφάνισαν μια ειδοποιό διαφορά με τα αντίστοιχα ελληνικά αλλά και ευρωπαϊκά Συντάγματα. Ειδικότερα, στα περισσότερα Κράτη η Κυβέρνηση απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της Βουλής (η περίφημη Αρχή της Δεδηλωμένης) και τα νομοσχέδια πρέπει να υποστηρίζονται από την Κυβέρνηση. Οι αρχές αυτές δεν φαίνεται ότι ακολουθούνται στην Κρητική Πολιτεία. Η Κυβέρνηση δεν είχε την ανάγκη της ύπαρξης εμπιστοσύνης από την Βουλή, η οποία παράλληλα διατηρούσε το δικαίωμα να εισάγει νομοσχέδια που δεν είχαν την έγκριση της Κυβέρνησης.

Από την άλλη πλευρά, το Κρητικό Σύνταγμα δείχνει ότι υπερτερεί σε δημοκρατικότητα του ελληνικού σε δυο άκρως σημαντικές προβλέψεις. Η πρώτη αφορά την αρχή της ανεξιθρησκείας, αντικείμενο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και για τις Προστάτιδες Δυνάμεις, η οποία διασφαλίζεται στο Κρητικό Σύνταγμα με μια πρόσθετη διάταξη στο ζήτημα της απαγόρευσης του προσηλυτισμού που δεν υφίστατο στο ελληνικό, ότι δηλαδή η εν λόγω απαγόρευση δεν πρέπει να χρησιμεύει σαν πρόφαση για τον παράνομο περιορισμό ατόμων να δηλώνουν ελεύθερα οποιοδήποτε θρήσκευμα πρεσβεύουν. Η δεύτερη πρόβλεψη αναφέρεται στο καθεστώς της προστασίας της ανεξαρτησίας των δικαστών, για την οποία το Κρητικό Σύνταγμα διασφαλίζει επιπλέον ότι οι δικαστές θα προστατεύονται από την δυσμένεια της εκτελεστικής εξουσίας. Για το σκοπό αυτό εξάλλου συστήθηκε το Δικαστικό Συμβούλιο με σαφείς  αρμοδιότητες να λαμβάνει υποχρεωτικά απόφαση για κάθε ζήτημα που αφορά στην προαγωγή, παύση και μετάθεση των δικαστών. Η σημασία και η προστιθέμενη αξία της τελευταίας διάταξης για ένα Κράτος Δικαίου ήταν μάλιστα τέτοια που τελικά αντίστοιχη πρόβλεψη υιοθετήθηκε και στο Σύνταγμα της Ελλάδος του 1911.

Γενικότερα, το Σύνταγμα του 1899 είναι σαφώς δημοκρατικό διαπνεόμενο από αρχές που συναντά σε ευρωπαϊκά Συντάγματα τόσο στον τομέα των πολιτικών ελευθεριών όσο και των ατομικών δικαιωμάτων. Εντούτοις, το Σύνταγμα χαρακτηρίζεται από την απονομή υπερεξουσιών στον Ηγεμόνα Πρίγκιπα Γεώργιο που όμοιές του δεν είχε ούτε ο Έλληνας Βασιλιάς. Πιο συγκεκριμένα, ο Ηγεμόνας είχε το δικαίωμα να διορίζει με δική του αποκλειστικά κρίση 10 βουλευτές επί συνόλου 72, να προτείνει νόμους για τη μισθοδοσία, ενώ για τα πρώτα δυο χρόνια της εφαρμογής του του παρείχε το δικαίωμα να ενεργεί αυτοβούλως σε μια σειρά ιδιαίτερα σημαντικών πράξεων, όπως για παράδειγμα να νομοθετεί χωρίς τη σύμπραξη της Βουλής, να χορηγεί και ανακαλεί άδειες για την έκδοση εφημερίδων, να συνάπτει συμβάσεις δημοσίων έργων, να απελαύνει από την Κρήτη γηγενείς πολίτες κλπ.

Οι υπερεξουσίες αυτές σε συνδυασμό με την άσκησή τους από τον Ηγεμόνα Πρίγκιπα Γεώργιο καθώς και την διάχυτη, από κάποια στιγμή και μετά, αίσθηση ότι ο τελευταίος δεν φαινόταν πρόθυμος να προωθήσει και να εξυπηρετήσει τον τελικό στόχο της Ένωσης αλλά να διατηρήσει τα ηγεμονικά του προνόμια, οδήγησε στην Επανάσταση της Θερίσου το 1905, την αντικατάσταση του Πρίγκιπα Γεώργιου από τον Αλέξανδρο Ζαΐμη ένα χρόνο μετά (1906) και την αναθεώρηση του πρώτου Συντάγματος από το δεύτερο του 1907.  

Το δεύτερο Σύνταγμα ψηφίσθηκε κατά δημοκρατική αναγκαιότητα, δηλ. για να διορθώσει διατάξεις του Συντάγματος του 1899 που πολύ γρήγορα διαπιστώθηκε ότι δεν αρμόζουν σε μια δημοκρατική πολιτεία, έστω και με τον χαρακτήρα της Κρητικής Πολιτείας, πράγμα το οποίο διαπιστώθηκε εξάλλου και από την ειδική διασυμμαχική επιτροπή εμπειρογνωμόνων των Μεγάλων Δυνάμεων που συστήθηκε για το σκοπό αυτό. 

 Οι βασικές μεταβολές που επιφέρει το Σύνταγμα του 1907  εστιάζονται κυρίως στα ακόλουθα σημεία:

  1. στον περιορισμό ή την κατάργηση ορισμένων εξουσιών του Ηγεμόνα, ο οποίος πλέον ονομάζεται Ύπατος Αρμοστής,
  2. στην κατάργηση του δικαιώματος του απευθείας διορισμού από τον Ύπατο Αρμοστή  δέκα (10) μελών του Κοινοβουλίου,
  3. στην απαγόρευση δίωξης, σύλληψης και φυλάκισης των βουλευτών χωρίς την άδεια της Γενικής Συνέλευσης,
  4. στο δικαίωμα της Βουλής να ψηφίζει νόμους χωρίς την έγκριση του Ύπατου Αρμοστή,
  5. στην αδυναμία εκτέλεσης πράξης του Ύπατου Αρμοστή αν δεν συνυπογράφεται από τον αρμόδιο Σύμβουλο, οποίος καθίσταται και υπεύθυνος γι΄ αυτήν,
  6. στην υποχρέωση του Ύπατου Αρμοστή να διορίζει τα μέλη της Κυβέρνησης μόνο αν έχουν τη σύμφωνη γνώμη της Βουλής,
  7. στην αναγνώριση του δικαιώματος σε κάθε πολίτη να εκδίδει εφημερίδες χωρίς προηγούμενη άδεια της διοίκησης,
  8. στην αναγνώριση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι χωρίς προηγούμενη αστυνομική άδεια.

Την ψήφιση του δεύτερου συντάγματος διαδέχεται η επόμενη, εξαιρετικά σημαντική από πάσης πλευράς, πράξη της μονομερούς κήρυξης της ανεξαρτησίας της Κρήτης το 1908 και η διακυβέρνηση του νησιού, υπό τον Ύπατο Αρμοστή, αλλά σύμφωνα με το Ελληνικό Σύνταγμα και την ελληνική νομοθεσία. Όλα αυτά μέχρι το ευτυχές 1913 οπότε έχουμε τελικά και την Ένωση της Κρήτης στην Ελλάδα. 

Κυρίες και κύριοι,

Είναι βέβαιο ότι τα δυο Συντάγματα της Κρήτης και ο τρόπος της αυτόνομης οργάνωσης και άσκησης της εξουσίας και των δημοσίων πραγμάτων στην Κρητική Πολιτεία της περιόδου 1898-1913 αποτελούν μια μοναδική στιγμή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας που δεν συναντάται σε κανένα άλλο μέρος της Πατρίδας μας που διεκδίκησε την Ένωσή του με την Ελλάδα.

Η Κρήτη παρουσιάζει, πέραν των αναμφισβήτητων αγώνων της, μια ωριμότητα, μια οργάνωση και ένα σχεδιασμό στον τρόπο  με τον οποίο επεδίωκε την υλοποίηση του μακραίωνου στόχου της. Συντεταγμένα, όσο βέβαια γινόταν και το επέτρεπαν οι περιστάσεις, συγκροτήθηκε και λειτούργησε ως Πολιτεία, χωρίς να λησμονεί ποτέ ότι ο σκοπός της αυτονόμησης και της οργάνωσής της σε συνταγματικό, νομοθετικό και διοικητικό επίπεδο πραγματοποιείται για να υπηρετήσει τον υπέρ πάντων στόχο. 

Ασχέτως αν ιστορικά και πολιτειακά μπορεί κάποιος να αμφισβητήσει το πραγματικά αυτόνομο της Κρητικής Πολιτείας, οφείλουμε όλοι μας πιστεύω να αποδεχθούμε ότι οι Κρήτες έδρασαν μαχητικά όποτε έπρεπε, πάντοτε οργανωμένα, πάντοτε δημοκρατικά, χωρίς ποτέ οι όποιες διαφορές μεταξύ των δυο μεγάλων πολιτικών παρατάξεων, των Καραβανάδων και των Ξυπόλητων, να οδηγήσουν σε ρήξη και διχασμό, ανάλογο εκείνου που παραλίγο να στοιχίσει την κατάρρευση του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα του 1821. Οι Κρητικοί προγονοί μας, υπό την καθοδήγηση μεγάλων φυσιογνωμιών της εποχής εκείνης, έδρασαν με τα κατάλληλα μέσα στον κατάλληλο χρόνο με αποτέλεσμα η Ένωση να αποτελέσει τελικά μια ώριμη και μοιραία συνέπεια μιας ιστορικής αλληλουχίας δικών τους αγώνων και πράξεων.

Η Ελλάδα πρέπει να είναι υπερήφανη για την περίοδο αυτή. Πέραν των λοιπών, είναι μια περίοδος η οποία, τουλάχιστον στο μέρος που αφορά τη σχέση Κυβέρνησης και Ηγεμόνα, αποτέλεσε τον προπομπό των εξελίξεων που στιγμάτισαν τα επόμενα πολλά χρόνια την ίδια την Ελλάδα στην αντιπαράθεση Βενιζελικών και Βασιλικών.

Είναι, τέλος, χρέος όλων μας να καταστήσουμε αυτή την ιστορική περίοδο περισσότερο γνωστή σε όλους τους Έλληνες. Να διδάσκεται και να εξετάζεται με την προσοχή που της αρμόζει για να μπορούν οι μελλοντικές γενιές να γίνονται γνώστες των εξαίρετων μηνυμάτων και των διδαγμάτων της σχετικά με το πως ένας αγώνας μπορεί εντέλει να ασκηθεί τόσο στοχευμένατόσο στο πεδίο των μαχών όσο και στο πεδίο της διοικητικής και πολιτικής του οργάνωσης.

Ευχαριστώ πολύ