Menu
in

Άννα Χανιωτάκη, υποψήφια με τον Χάρη Αλεξάκη “Στην πράξη” – Γιατί να ασχοληθούμε…

Γιατί να ασχοληθούμε…γράφει η Άννα Χανιωτάκη Υποψήφια με τον Συνδυασμό «Στην Πράξη» με τον Χάρη Αλεξάκη

Είμαι η Άννα Χανιωτάκη μεγαλωμένη στον Άγιο Νικόλαο, κόρη της Ελένης Ανδρουλάκη με καταγωγή από τα Ζένια και του Σπύρου Χανιωτάκη από τη Νεάπολη και αδερφή του Μάνου Χανιωτάκη, Βιολόγου, 2 χρόνια μικρότερου. Ο πολυλατρεμένος πατέρας μου υπήρξε ένας από τους «
Κομάντος ‘74» της Α΄Μοίρας Καταδρομών που συμμετείχαν στις επιχειρήσεις στην Κύπρο, προφανώς επέζησε παρά τους μικρούς εσωτερικούς «θανάτους» που έκτοτε ζει. Η μητέρα μου, μάνα 2 παιδιών και ελεύθερη επαγγελματίας, μαζί με τον πατέρα μου, μας μεγάλωσαν από το ψωμί του φούρνου που είχαν χρόνια στην οδό Επιμενίδου, μα περισσότερο μας τάϊσαν με την πίστη τους στο δίκαιο και την ψυχική και σωματική κούραση που περίσσευε εκείνα τα χρόνια. Κι έχει σημασία αυτό το σημείο για μένα, είναι το αφήγημα που νιώθω πως κάπως έχει «γράψει» μέσα μου, εκφράζει αυτούς τους δύο ανθρώπους που έσπειραν εμένα και τον αδερφό μου και με πότισαν με τη μαχητικότητά τους, την υπομονή και επιμονή, την ανιδιοτελή αγάπη στον άνθρωπο (μάνα, πατέρα, μακάρι να μπορέσω να νιώθουν έτσι τα παιδιά μου για μένα μια μέρα).

Με το πέρας των σχολικών μου χρόνων έφυγα από τη γενέτειρά μου με προορισμό τη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασα στο Τμήμα Ψυχολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Έμεινα εκεί 5 έτη και σχεδόν εξαρχής ασχολήθηκα με τον εθελοντισμό σε δομές Ψυχικής Υγείας με ενήλικες και παιδιά στην προσπάθειά μου να κατανοήσω τι με εκφράζει καλύτερα (εξαρτήσεις, ψυχοθεραπεία, ψυχοεκπαίδευση κ.α.) για να ασχοληθώ αργότερα επαγγελματικά. Αργότερα θα κατανοούσα ότι η επιθυμία μου αυτή είχε άμεση σχέση με το γεγονός της ψυχικής ασθένειας που βίωσα εγώ και ως αποτέλεσμα και η οικογένειά μου και οι φίλοι μου σε ηλικία 17 ετών.

Το 2006 συμμετείχα στο φοιτητικό κίνημα με κύριο άξονα τον Νόμο-Πλαίσιο που αφορούσε μεταρρυθμίσεις σε βασικά δικαιώματα των φοιτητών της χώρας μας. Εκεί διαμορφώθηκε μέσα μου ακόμη εντονότερα η έννοια της συλλογικότητας. Στη συνέχεια, αν και προσπάθησα να εργαστώ σε αυτή την ξεχωριστή πόλη της καρδιάς μου, τη Θεσσαλονίκη, αλλά όντας στις απαρχές της οικονομικής κρίσης του 2008, αναγκάστηκα να αναζητήσω εργασία στην πρωτεύουσα, την Αθήνα. Εκεί έμεινα 6 χρόνια όπου άνθισε μέσα μου, ξανά μέσω του εθελοντισμού, η αγάπη για τον κόσμο των Αναπτυξιακών Διαταραχών σε παιδιά και εφήβους (ΔΕΠ-Υ, Διαταραχές Αυτιστικού Φάσματος). Ξεκίνησα να εκπαιδεύομαι σε προσεγγίσεις και μεθόδους για τις Αναπτυξιακές Διαταραχές , σε προσεγγίσεις Ψυχοθεραπείας(δε νομίζω θα στματήσει ποτέ η εκπαίδευση!!) και σύντομα να εργάζομαι σε ιδιωτικές δομές και Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου με εφήβους στο Φάσμα του Αυτισμού, παιδιά με ΔΕΠ-Υ και Δυσλεξία.

Σε ένα από αυτά τα πλαίσια, εκτός των σπουδαίων «δασκάλων» εργασιακά και όχι μόνο, γνώρισα τον σύντροφό μου που αργότερα θα αποφασίζαμε να πορευτούμε μαζί σε πολλά επίπεδα. Το 2014 αποφασίσαμε μαζί με την αγαπημένη μου ξ-αδέρφη/ι Άννα Μπροκάκη, λογοθεραπεύτρια στο επάγγελμα και τον Νίκο Νίκα, εργοθεραπευτή, ερωτικό μετανάστη εξ Αγρινίου και σύντροφό μου να μετακομίσουμε στον Άγιο Νικόλαο, «ψάχνοντας μι’ αλλιώτικη ζωή» που λέει κι ένας ύμνος. Δημιουργήσαμε το πρώτο μας «παιδί», το Ψυχοπαιδαγωγικό Κέντρο «Παίξε Γέλασε», ένα χώρο για παιδιά και εφήβους με Αναπτυξιακές Διαταραχές κι όχι μόνο και τις οικογένειές τους κι έκτοτε μεγαλώνουμε μαζί του, με τους αγαπημένους συναδέλφους μας και τις οικογένειες που εξυπηρετούμε. Σε αυτά τα σχεδόν 10 χρόνια στον Άγιο Νικόλαο, αποκτήσαμε με τον Νίκο, που είναι ο μεγαλύτερος υποστηρικτής της τωρινής ζωής μου, άλλα 2 παιδιά, τον Φίλιππο, σχεδόν 7 ετών και την Έλενα 4 ετών.

Μετά το έγκλημα στα Τέμπη τον Μάρτη, βρέθηκα για λίγες μέρες στην Αθήνα κι εκεί ένιωσα ξανά πως τίποτα δεν έχει αλλάξει όσα χρόνια με θυμάμαι ως κοινωνικό ον. Ένιωθα την ίδια αγανάκτηση, τον ίδιο θυμό, την ίδια ανάγκη κάτι να αλλάξει. Τότε «ξαναγράφτηκε» μέσα μου πως λίγα δεδομένα απ΄όσα θέλω να αλλάξουν, θα αλλάξουν «χωρίς εμένα».

Τα τελευταία χρόνια συγκεντρώνουμε ανά διαστήματα τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης για ανθρώπους που τα χρειάζονται και αυτή η ανάγκη σπάνια οφείλεται πρωτίστως σε φυσική καταστροφή και δευτερευόντως σε ανθρώπινη αμέλεια, συνήθως πάει αντίστροφα…Όλο αυτό είναι φθορά, ανά διαστήματα φθείρεσαι ψυχικά για κάτι, νιώθεις ανασφάλεια για το τι θα σου ξημερώσει, συμπονείς και πονείς ταυτόχρονα. Κάπου, κάτι θέλω να την κάνω αυτή την κόπωση, αυτή την αγανάκτηση. Δε θέλω να τη κάνω απόσυρση κοινωνική και συναισθηματική, να μη με σοκάρει τίποτα πια όπως λένε και οι γηραιότεροι συνήθως αγαπημένοι μου («Τι σου κάνει εντύπωση ρε Αννούλα, έτσι είναι τα πράγματα») ή κοιτώντας τη δουλίτσα μου και την οικογένειά μου μονάχα. Δε θέλω να την κάνω παραίτηση από το δικαίωμα της ψήφου όπως πολλοί άνθρωποι έκαναν πρόσφατα στις βουλευτικές εκλογές, πεπεισμένοι πια από την κόπωση και τη φθορά πως το «σύστημα δε θα αλλάξει με τη δική μου ψήφο» ή «δεν υπάρχει κανένας να με αντιπροσωπεύει». Ευτυχώς περιτριγυριζόμαστε στις παρέες μας από ανθρώπους με τα ίδια συναισθήματα και τις ίδιες σκέψεις κι έτσι κάπως μαλακώνει όλο αυτό μέσα μας. Όμως, μου είναι πολύ ξεκάθαρο πια πως είναι αλήθεια, τίποτα δε θα αλλάξει ούτε σύντομα, ούτε εύκολα. Πρέπει να υπάρξει κάποιος να με αντιπροσωπεύει. Να ασχολείται με τα κοινά ανιδιοτελώς, έχοντας στο νου του το κοινό καλό κι όχι το καλό των λίγων, έχοντας ανοιχτά αυτιά, να αποφεύγει τις ταμπέλες γιατί δε βοηθούν πουθενά, να βλέπει ανθρώπους κι όχι συμφέροντα ή τίτλους ή κομματικές ταυτότητες, να ξέρει πως η δουλειά γίνεται πιο εύκολα όταν ενώνεις παρά όταν διχάζεις κι ας μας έχουν μάθει αλλιώς ως τώρα, να μπορεί να κάνει αυτοκριτική πρώτα κι έπειτα κριτική. Αποφάσισα πως δεν μπορώ άλλο να «μοιράζω» τις δυνάμεις μου στις συζητήσεις στις παρέες μας αν και ευτυχώς υπάρχουν κι αυτές. Όταν το έμαθαν οι αγαπημένοι μου πως θα ασχοληθώ, άκουσα τα αυτονόητα «πού πας να μπλέξεις», «όποιος μπλέκεται με τα πίτουρα τον τρών’ οι κότες», «θα κάνει κακό στη δουλειά σου», «δε προλαβαίνεις τόσα πράγματα». Κι έκτοτε πολλοί συμπαθείς σε μένα άνθρωποι κι εγώ σε αυτούς- νομίζω-, έχω νιώσει καμιά φορά πως με κοιτάνε αλλιώς πλέον , είναι πιο διστακτικοί στην επαφή τους μαζί μου, φαντάζομαι ότι έχουν δεύτερες σκέψεις για μένα, το χαμόγελό μου ίσως, την φιλικότητά μου, αν και είχα αυτά τα στοιχεία ανέκαθεν. Και δεν αδικώ κανέναν αν και κάποιες φορές σκέφτηκα τι δικαίωμα έχω δώσει εγώ. Το θέμα δεν είναι προσωπικό. Οι άνθρωποι έχουμε πάψει να πιστεύουμε σε βασικές ανθρώπινες και πολιτικές αξίες, τη συμπόνοια, την ανιδιοτέλεια, τη δίκαιη μεταχείριση, την αξιοκρατία. Όποιος ασχολείται με τα κοινά έχουμε μάθει αυτοματοποιημένα πλέον, ασυνείδητα σχεδόν, να είναι συνώνυμος με το ατομικό συμφέρον. Γιατί γενιές και γενιές έχουμε μεγαλώσει με αυτό το βίωμα που πια έχει γίνει «τραύμα» (όπως λέει ο σύντροφός μου, από τα 5μελή και τα 15μελή ακόμα ακούγαμε «έλα να μπούμε να κάνουμε τα πάρτι μας, να φάμε λεφτά κλπ»). Να μη πούμε για τη δύναμη του αφηγήματος «έχεις 2 μικρά παιδιά, μια δουλειά που τρέχει», «αφοσιώσου στην οικογένειά σου, είναι πολλά τα έξοδα» κλπ. Και ποιος περιμένει; Πώς θα αλλάξουν όσα δεν αντέχω άλλο; Ποιός θα τα φτιάξει μέχρι να μεγαλώσουν τα παιδιά μου, να στρώσει η δουλειά μου, να έχω χρόνο; Πολύ δυνατό όμως αφήγημα σε σχέση με το άλλο που ακούγεται ρομαντικό κι ακατόρθωτο. «Η ποιότητα της ζωής των παιδιών σου» σε αντίβαρο με την «ενασχόληση με τα κοινά». Άμα παίξει τέτοιο δίλημμα, δε θα βγει ποτέ νικητής «τα κοινά». Κι ωστόσο σε τι κόσμο θα υπάρξουν τα παιδιά μου, μας, σας ως ενήλικες, που δεν έκανα/ κάναμε «χώρο» για να φτιάξουμε αυτό τον κόσμο γύρω μας/ τους, από τη γειτονιά, το χωριό, την πόλη, το νησί, τη χώρα ως τον κόσμο. Ναι, τον κόσμο όλο, πώς αλλιώς; «Ν αγαπάς την ευθύνη. Να λες μονάχος μου θα σώσω τον κόσμο» είχε πει ο αείμνηστος Καζαντζάκης. Μόνο η περίπτωση του φωστήρα- σωτήρα θα φέρει ξαφνική σωτηρία. Τα υπόλοιπα θα είναι αργά, κοπιαστικά, θα απαιτούν χρόνο, θα ξεκινήσουν από μικρότερες ομάδες με λίγους ανθρώπους για να φτάσει να αλλάξει κάτι ουσιαστικά. Θα μπω λοιπόν, όχι γιατί πιστεύω στον κούκο που φέρνει την Άνοιξη, όχι γιατί εγώ είμαι κάποιος τέτοιος φωστήρας, όχι γιατί σε 5 χρόνια θ αλλάξουν όλα. Θα μπω γιατί επιλέγω την αισιοδοξία κι ας κάνω λάθος αντί την απαισιοδοξία κι ας έχω πάντα δίκιο. Θα μπω γιατί κάτι θέλω να την κάνω όλη αυτή τη δυσαρέσκεια, πέρα από κριτική και ιδέες σε φιλικά τραπέζια. Γιατί πιστεύω στον άνθρωπο και στις ομάδες, πιστεύω στο φως που πολεμάει πάντα να λάμψει μέσα στο βούρκο. Πιστεύω πως η στάση μεμονωμένων ανθρώπων στα κοινά, κι ας μην υλοποιηθούν αρχικά όλες οι ιδέες τους, μπορούν να εμπνεύσουν άλλους που έχουν φως μέσα τους ν ασχοληθούν. Είμαι γυναίκα, μάνα, επαγγελματίας στο χώρο της ψυχικής υγείας κι αυτοί μου οι ρόλοι έχουν μεγάλη σημασία κι αξία για να υπάρχουν στα κοινά. Θέλω να εκπροσωπήσω αυτούς μου τους ρόλους που τόσο είναι υποτιμημένοι από την πολιτεία σε εθνικό και τοπικό επίπεδο. Μεγαλύτερο μέλημά μου είναι η ενεργοποίηση των δυνάμεων του ανθρώπινου δυναμικού που υπάρχει στο Δήμο μας, να βρούμε και να εστιάσουμε στα κοινά μας κι όχι στις διαφορές μας. Γιατί αυτό θα αλλάξει νοοτροπίες κι αυτό μελλοντικά θα ανοίξει δρόμους στα έργα, τη συλλογικότητα, τη συμπερίληψη που τόσο με απασχολεί και τόσο κοπιάζω καθημερινά. Κι αν στο τέλος αυτού του κειμένου, αναρωτηθούμε τι να την κάνουμε την ιδεολογία, τον ρομαντισμό, πολλές φορές σκέφτομαι και συζητώ με τους αγαπημένους μου πως όλοι μας σε κάτι ελπίζουμε, κάτι ονειρευόμαστε που ξεκινά από μια ελπίδα, μια ιδέα, μην την υποτιμούμε. Είναι πολλοί οι άνθρωποι γύρω μας, στην περιοχή μας, που πιστεύουν σε κάτι όμορφο και λαμπερό κι ας είναι δύσκολο. Απλά είναι σκόρπιοι, ταλαιπωρημένοι από την απαιτητική καθημερινότητα, το πραγματικά ψυχοφθόρο αφήγημα «να βγει ο μήνας» και από τα τόσα διαφορετικά μέτωπα των κοινών. Μια μέρα θα ενωθούμε, θα συνυπάρξουμε. Δε γίνεται αλλιώς. Τα πράγματα φαίνεται πως οδηγούν σε αυτό, οι κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν το επιβάλλουν.

Με εκτίμηση,

Άννα Χανιωτάκη

Ψυχολόγος, Επιστημονική Υπεύθυνη Ψυχοπαιδαγωγικού Κέντρου «Παίξε Γέλασε»

Υποψήφια με τον Συνδυασμό «Στην Πράξη» με τον Χάρη Αλεξάκη

Leave a Reply

Exit mobile version