in

Το “1968” την Πέμπτη (25/1) στον Άγιο Νικόλαο στην Πανελλήνια πρεμιέρα!

Μια σπουδαία παραγωγή θα έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν οι φίλοι του κινηματογράφου στον Άγιο Νικόλαο  με την προβολή της ταινίας “1968” , που πραγματεύεται τον άθλο της κατάκτησης του κυπέλλου κυπελλούχων Ευρώπης στο μπάσκετ στις 4 Απριλίου του 1968.

Πέμπτη 25 – Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018
1968 (original title)
“1968” παραγωγής 2017, διάρκεια 94’, Ελληνική ταινία, ιστορική, δραματική σε σκηνοθεσία Τάσου Μπουλμέτη με τους: Ιεροκλή Μιχαηλίδη, Αντώνη Καφετζόπουλο, Γιώργο Μητσικώστα, Στέλιο Μάινα, Μανώλη Μαυροματάκη, Βασιλική Τρουφάκου, Γιάννη Βούρο, Ορφέα Αυγουστίδη, Θέμης Πάνου, Ταξιάρχη Χάνο, Αντώνη Αντωνίου, Ερρίκο Λίτση, Θοδωρή Κατσαφάδο, Γιώργο Σουξέ, Αλέξανδρο Αμερικάνο, Αλέξανδρο Μούκανο, Μαρία Αντουλινάκη, Γιώργο Βουρδάμη και μουσική Ευανθίας Ρεμπούτσικα

1968 - Official Trailer


Ο Τάσος Μπουλμέτης, σκηνοθέτης της «Πολίτικης Κουζίνας» και του «Νοτιά», επικεντρώνει την καινούρια του ταινία σε έναν πραγματικό αθλητικό άθλο που έγραψε ιστορία, ένωσε ολόκληρη την Ελλάδα σε μια νύχτα και απέδειξε περίτρανα τη δύναμη της ελληνικής ψυχής ενάντια σε κάθε αντίπαλο, όσο ισχυρός κι αν είναι.
Ο Μπουλμέτης εμπνέεται από τον επικό αγώνα ΑΕΚ – Σλάβια Πράγας του 1968 και, 50 χρόνια μετά, επιστρατεύει ένα πλούσιο και ταλαντούχο καστ για να αποκαλύψει το συναρπαστικό παρασκήνιο πίσω από το άπιαστο όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Ο Αντώνης Καφετζόπουλος, ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης, ο Γιώργος Μητσικώστας, η Βασιλική Τρουφάκου, ο Ορφέας Αυγουστίδης, ο Στέλιος Μάινας, ο Γιάννης Βούρος, και πολλοί ακόμα αγαπημένοι ηθοποιοί, ενσαρκώνουν καθημερινές ιστορίες σε μια χρονιά που σημαδεύτηκε από καθοριστικές αλλαγές σε όλο τον πλανήτη. Μια χρονιά, το 1968, όταν η αναπάντεχη νίκη μιας ομάδας με ψυχή ανακήρυξε για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού την Ελλάδα Κυπελλούχο Ευρώπης.
Στη μουσική της ταινίας, η Ευανθία Ρεμπούτσικα συνθέτει, μετά την «Πολίτικη Κουζίνα» και το «Νοτιά», το σάουντρακ του «1968». Με 17 μουσικές συνθέσεις, το λαϊκό στοιχείο διαδέχεται τον συμφωνικό ήχο, τα χασάπικο και το ζεϊμπέκικο πλέκονται μοναδικά με τις χαρακτηριστικές, μελωδικές συνθέσεις της Ρεμπούτσικα – και διαφορετικά είδη μουσικής αφηγούνται μελωδικά, δημιουργώντας συγκίνηση, αισιοδοξία και ανάταση.
Μέσα σε μία λαμπερή νύχτα, ξετυλίγεται μια ιστορία εθνικής ανάτασης, με επίκεντρο το θρυλικό αγώνα στο Καλλιμάρμαρο που παρακολούθησε ολόκληρη η Ελλάδα από το ραδιόφωνο, και πάνω από 80.000 άνθρωποι από κοντά («σπάζοντας» το ρεκόρ Γκίνες ως η μεγαλύτερη συνάθροιση σε αγώνα μπάσκετ). Οι συγκινητικές και αστείες ιστορίες της ταινίας συνθέτουν έναν πολύχρωμο μικρόκοσμο, αλλά και τον καμβά μιας συγκλονιστικής εποχής, και μιας ολόκληρης χώρας.
 
Σύνοψη:
4 Απριλίου 1968. Το φωταγωγημένο Καλλιμάρμαρο βουίζει με χιλιάδες κόσμο και η περιγραφή του Βασίλη Γεωργίου αναμεταδίδεται μέσα από εκατομμύρια τρανζιστοράκια. Ο αγώνας ΑΕΚ-Σλάβια Πράγας αρχίζει. Μία ερωτευμένη κοπέλα κάνει πρόβα νυφικού μπροστά στον καθρέφτη της, ενώ ο μελλοντικός γαμπρός βρίσκεται σε απόγνωση κάθε φορά που η ελληνική ομάδα σκοράρει. Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων θυμάται την πατρίδα που άφησε πίσω.  Ένας νεαρός κομμουνιστής κρατούμενος πανηγυρίζει με κάθε πόντο και ένα πρακτορείο ΠΡΟΠΟ γίνεται εξομολογητήριο παλιών και πρόσφατων τραυμάτων. Χρόνια πριν από αυτή τη βραδιά, τρεις Πολίτες αποφάσισαν να ιδρύσουν ένα αθλητικό σωματείο για να πουν την ιστορία τους. Μέχρι το τέλος της βραδιάς, η ιστορία της Ελλάδας θα αλλάξει για πάντα. Μέχρι το τέλος του 1968, η ιστορία του κόσμου θα αλλάξει για πάντα.
Διάρκεια: 94’
25 Ιανουαρίου στους κινηματογράφους από τη Feelgood
 
Όταν η πραγματικότητα ακουμπά τον μύθο
Το 1968 είναι μία ταινία μυθοπλασίας με μαρτυρίες από το βράδυ της 4ης Απριλίου του 1968, τη βραδιά που για πρώτη φορά από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, ένας σύλλογος κατακτά ένα διεθνές τρόπαιο. Ο δημιουργός Τάσος Μπουλμέτης, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, τονίζει ότι η ταινία αναφέρεται περισσότερο στον άθλο της ελληνικής ψυχής και όχι αποκλειστικά σε ένα κατόρθωμα μιας συγκεκριμένης ομάδας. Ο δημιουργός αναφέρει χαρακτηριστικά: «Έλαχε αυτή την κατάκτηση να την κάνει η ΑΕΚ. Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε άλλος σύλλογος. Η ΑΕΚ ιδρύθηκε από πρόσφυγες το 1924 και έβαλε υψηλούς στόχους. Η κατάκτηση και η ολοκλήρωση αυτών των στόχων έγινε τη βραδιά εκείνη».
Ο Αντώνης Καφετζόπουλος, που στο «1968» υποδύεται έναν από τους ιδρυτές της ομάδας, θυμάται για εκείνη τη νύχτα: «Ήμουν στο στάδιο εκείνο το βράδυ. Δεν το ήξερε ο Μπουλμέτης αυτό, όταν μου είπε για την ταινία, αλλά το έμαθε μετά. Ήμουν 17 ετών. Δεν ξέραμε τίποτα. Δεν καταλαβαίναμε ποιος έχει τη μπάλα, ακούγαμε τον Γεωργίου στο τρανιζοστράκι και ήταν όλα πολύ καλά. Είχαμε μια μικρή ενοχή του τύπου «Μήπως αυτό που κάναμε τώρα, ευνοεί τον Παπαδόπουλο και τη Χούντα και τη Δικτατορία, αλλά είχαμε αποφασίσει με τους άλλους φίλους ΑΕΚτζήδες που ήμασταν εκεί, να πάρουμε πρώτα το κύπελο και μετά τα συζητάμε όλα τα άλλα.»
Ο Στέλιος Μάινας, που εμφανίζεται στην ταινία ως ένας επιβάτης λεωφορείου με βαρύ φορτίο από το παρελθόν, δίνει μία ακόμα διάσταση στο αθλητικό γεγονός που έφερε κοντά τους Έλληνες: «Η έννοια των ανθρώπων που ήρθαν σε έναν άλλο τόπο (όπως συνέβη με την ΑΕΚ) και έφτιαξαν ένα αθλητικό σωματείο ήταν πολύ σημαντική. Αυτή η ταινία δεν είναι μία νοσταλγική επαφή με το παρελθόν. Είναι μία ταινία που σε πηγαίνει κατευθείαν στα οράματα και στους αγώνες που κάνανε οι άνθρωποι στις παλιότερες εποχές για κοινούς σκοπούς, ανιδιοτελώς. Ένωσε όλη την Ελλάδα αυτή η μεγάλη νίκη. Τη γιόρτασαν Ολυμπιακοί και Παναθηναϊκοί, αλλά και Παοκτζήδες στη Θεσσαλονίκη».
Η έμπνευση και η συγγραφή του σεναρίου
Πριν δύο χρόνια περίπου, ο δημιουργός δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τον πρόεδρο της AEK BC, κύριο Μάκη Αγγελόπουλο. Με αφορμή τα 50 χρόνια από τη βραδιά κατάκτησης του κυπέλλου που κλείνει η ΑΕΚ το 2018, έγινε πρόταση στον Τάσο Μπουλμέτη να γράψει και να σκηνοθετήσει μία ταινία επετειακή. Έτσι, ξεκίνησε μία καταγραφή υλικού, περίπου 25 ώρες αρχείου με συνεντεύξεις από παράγοντες και παλαίμαχους αθλητές της ΑΕΚ. Από τις συνεντεύξεις αυτές προέκυψε ένα σενάριο μυθοπλασίας με ιστορίες καθημερινών ανθρώπων που καταγράφουν τα ήθη της εποχής.
Η πρωτότυπη αυτή συνάντηση αλήθειας και μυθοπλασίας, οι αφηγήσεις που «πλέχτηκαν» με αρχειακό υλικό και συνεντεύξεις των θρυλικών πρόσωπων που πρωταγωνίστησαν εκείνη την ημέρα, ήταν και μια μεγάλη πρόκληση για τον σκηνοθέτη του 1968. «Αυτό είναι κάτι που με έκανε να ‘προχωρήσω’ δημιουργικά, να σκεφτώ νέους τρόπους για να συνδυαστούν όλα τα στοιχεία».
Χάρη στην πένα του Τάσου Μπουλμέτη, η ταινία έχει έντονα κωμικά αλλά και δραματικά στοιχεία. Διαθέτει σκηνές με χιούμορ αλλά και συγκίνηση. Καθώς παρακολουθεί παράλληλες ιστορίες, «επανδρωμένες» από ένα πλούσιο καστ εξαιρετικών ηθοποιών, ξετυλίγει περιστατικά από τις ζωές όχι μόνο απλών ανθρώπων εκείνης της εποχής αλλά και των ίδιων των παικτών. Για παράδειγμα, με αφορμή κάποιες ιδιαιτερότητες, κάποια χούγια,  που είχαν κάποιοι παίχτες, αναδύθηκαν μικρές ιστοριούλες οι οποίες είναι είτε κωμικές είτε δραματικές – είτε ισορροπούν δεξιοτεχνικά ανάμεσα στα δύο.
Χαρακτηριστικό είναι το επεισόδιο με το ιδιότυπο και ανορθόδοξο γούρι του Αμερικάνου, που απασχολεί τους παράγοντες της ΑΕΚ και οι οποίοι θα κάνουν τα πάντα για να τον ευχαριστήσουν, ακόμα και αν χρειαστεί να επισκεφθούν ένα γραφείο κηδειών… Από την ταινία δεν λείπει η αναφορά σε έναν μεγάλο και αδικοχαμένο παίχτη που δεν ήταν στον αγώνα του 1968, γιατί είχε πεθάνει δυο χρόνια πριν. «Ήταν ο Γιώργος Μόσχος και η ταινία τιμά την σημαντική προσφορά του στην ομάδα με μία συγκινητική ιστορία» αναφέρει ο δημιουργός.
Ο Γιάννης Βούρος σχολιάζει την εντύπωση που του έκανε το σενάριο του Τάσου Μπουλμέτη, με τον οποίο μάλιστα συνεργάστηκε για πρώτη φορά: «Είναι μια ταινία που έχει μύθο, οι φάροι που οδηγούν το σενάριο είναι στιγμές εθνικές. Ενός κόσμου που είχε σημείο αναφοράς, βλέπουμε πώς ένας λαός συσπειρώνεται απέναντι σε κάτι, σε μία Χούντα ή έναν εξωτερικό εχθρό. Είναι μία ταινία μυθοπλασίας με εξαιρετικούς χαρακτήρες και εξαιρετικό σενάριο που διανθίζεται με μαρτυρίες ανθρώπων που έπαιξαν ρόλο σε εκείνα τα γεγονότα. Σφύζει από πάθος και συναισθήματα».
Η Βασιλική Τρουφάκου που εμφανίζεται στην ταινία ως μία ερωτευμένη κοπέλα που καρδιοχτυπά για τον αγώνα, αλλά περισσότερο για τον επικείμενο γάμο με τον άντρα που αγαπά, συμπληρώνει:  «Όλη αυτή η εποχή, η Ελλάδα του ’68, ξεδιπλώνεται με φόντο μια σημαντική για τους Έλληνες στιγμή. Ο θεατής θα δει μία ακόμα αφήγηση με ιδιαίτερη ευαισθησία της εποχής εκείνης. Θα πάρει μαζί του μια τρυφερή καταγραφή της εποχής. Η ταινία είναι για μία στιγμή που η Ελλάδα ζει το όνειρο».
Έναν ιδιοκτήτη πρακτορείου ΠΡΟΠΟ της εποχής υποδύεται ο Γιώργος Μητσικώστας στην ταινία. Μιλώντας για αυτήν, τονίζει πως  «αναπαριστά τα προβλήματα του ’68. Υπήρχαν οι διώξεις των κομμουνιστών και η Ελλάδα ήθελε να ακουμπήσει σε μία ιδέα, σε ένα όραμα. Αυτό ήταν η ομάδα της ΑΕΚ».
Ο Ορφέας Αυγουστίδης, που υποδύεται έναν νεαρό που παρά την αγάπη του για την ΑΕΚ προσωπικοί λόγοι τον κάνουν να εύχεται να χάσει η ομάδα στον αγώνα, αναφέρει για το ύφος της ιστορίας: «Η ταινία είναι συγκινητική ήδη από το σενάριο. Έχει να κάνει με ένα τεράστιο κομμάτι της ιστορίας μας, πώς ξεκίνησε αυτή η ένωση, πώς κατέληξε ελληνική».
Ιστορίες με ιστορία
Ο δημιουργός τονίζει τη σημασία που είχε η ιστορική και πολιτική εκείνη περίοδος για την Ελλάδα αλλά και για τον ίδιο τον αθλητισμό. «Μην ξεχνάτε ότι βρισκόμαστε στη Χούντα, είναι μάλιστα ο πρώτος χρόνος της δικτατορίας. Ο αγώνας είναι ένα σημαντικό γεγονός που προσπαθεί το τότε καθεστώς να το εκμεταλλευτεί ώστε να δείξει στον έξω κόσμο ότι παράγει έργο. Και τι καλύτερο από μία τέτοια διάκριση την οποία τη διεκδίκησε και την κατάφερε μια ομάδα με καταπληκτικούς αθλητές, όλοι Έλληνες τότε βέβαια».
Ο Γιάννης Βούρος, που υποδύεται έναν παράγοντα της ΑΕΚ και υπήρξε ο ίδιος ποδοσφαιριστής στην ομάδα στη νεανική του ηλικία, θυμάται την ατμόσφαιρα που επικρατούσε τότε και επισημαίνει: «Εκείνη την εποχή, βοήθησε το κλίμα γιατί δημιουργήθηκε μία ιερή συμμαχία εναντίον της Χούντας. Υπήρχε ένα δίκτυο συνεννόησης πέρα από τις οπαδικές και πολιτικές θέσεις που κουβαλούσε ο καθένας».
Ο Στέλιος Μάινας επισημαίνει και το καθεστώς που επικρατούσε τότε, εκείνη την πολύ ιδιαίτερη περίοδο: «Η δικιά μου η γενιά έχει ένα μεγάλο πρόβλημα που έγινε προτέρημα. Στην εποχή μου απαγορεύονταν οι συναθροίσεις για πάνω από επτά άτομα. Σήμαινε δηλαδή ότι η μοναδική περίπτωση που θα μπορούσες να είσαι νόμιμος ήταν κάτω από την ομπρέλα ενός αθλητικού γεγονότος. Κατά τη διάρκεια της χούντας που είναι και η δικιά μας η ταινία, εμείς συναθροιζόμασταν στα αθλητικά γεγονότα για να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας». Η βαρύτητα που είχε η νίκη για τους Έλληνες εκείνης της εποχής, που είχαν έντονη την ανάγκη της εκτόνωσης, του αισθήματος ελευθερίας, ήταν μεγάλη.
 
Προσωπικά βιώματα και οικογενειακά ακούσματα
Ο δημιουργός γοητεύτηκε από την πρόταση της ΑΕΚ να αναλάβει την ταινία και για προσωπικούς λόγους, για τα βιώματα που έχει από εκείνη τη βραδιά. «Ήμουν δέκα χρονών. Η ιστορία αυτή είναι βιωματική, την έχω ζήσει πολύ έντονα. Είχα ακούσει τον αγώνα από το ραδιόφωνο με τους γονείς μου. Ο Βασίλης Γεωργίου ούτως ή άλλως έχει μείνει στη μνήμη μας, η αφήγηση του δηλαδή. Αγαπημένος μου αθλητής τότε ήταν ο Αμερικάνος βέβαια, όλοι ήμασταν…Αμερικανάκια. Η παρουσία του Τρότζου και του Χρήστου Ζούπα μας προκαλούσε μεγάλο δέος. Ήταν μεγάλη συγκίνηση για μένα μετά από τόσα χρόνια να μπορώ να συναντήσω αυτούς τους ανθρώπους, αυτούς τους μύθους που κουβαλάνε ένα πολύ βαρύ φορτίο για τον ελληνικό αθλητισμό, για την ΑΕΚ και τον ελληνικό πολιτισμό».
Ο Γιάννης Βούρος δηλώνει για την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στις 4 Απριλίου του ’68: «Ήμουνα 13 χρονών και θυμάμαι ότι ήμασταν με τον πατέρα μου στη βεράντα του σπιτιού μας και ακούγαμε από ένα τρανζιστοράκι κόκκινο. Μέχρι τότε δεν είχαμε ζήσει τον παλμό μιας μετάδοσης σαν του Γεωργίου ούτε τον παλμό που εκπέμπεται από 80.000 κόσμο μέσα σε ένα γήπεδο. Όταν τελείωσε ο αγώνας ο πατέρας μου είχε βουρκώσει κι εγώ είχα συγκινηθεί. Πήγαμε μετά στους πανηγυρισμούς στους δρόμους της Αθήνας».
Η Ελλάδα ενωμένη
Ο Τάσος Μπουλμέτης, αν και δηλωμένος οπαδός της ΑΕΚ είναι κάθετος:  «Το 1968 δεν είναι μια ΑΕΚτζίδικη ταινία. Έτυχε να είναι η ΑΕΚ η ομάδα που κατάφερε εκείνη τη βραδιά να το κάνει με μεγάλη προσπάθεια και με πάρα πολύ καλούς παίχτες. Τα ήθη και τα συστήματα έχουν αλλάξει από τότε. Υπήρχαν εκείνη τη βραδιά πανό που τα κρατούσαν Ολυμπιακοί και λέγανε ΑΕΚ, οι Ολυμπιακοί μαζί σου ή αντίστοιχα ΑΕΚ, οι Παναθηναϊκοί μαζί σου. Εκείνος ο αγώνας ένωσε όλη την Ελλάδα. Αυτό οφειλόταν και σε μία διάθεση εκτόνωσης που είχε όλος ο ελληνικός λαός γιατί ήταν ήδη κάτω από το καθεστώς της Χούντας».
Εκείνη την εποχή άλλωστε ο «οπαδισμός» δεν είχε αυτές τις «αξίες» και τις συμπεριφορές  που έχει τώρα. Τότε όλοι οι Έλληνες ήταν ενωμένοι. Ο δημιουργός αναφέρει χαρακτηριστικά: «Φωνάζανε ΑΕΚ ΕΛΛΑΣ ΕΝΩΣΙΣ. Ήταν μία βραδιά συσπείρωσης όλων των Ελλήνων. Εκείνη τη βραδιά έπαιζε η Ελλάδα με τα χρώματα της ΑΕΚ. Θα μπορούσε να παίζει με τα χρώματα του Ολυμπιακού, του Παναθηναϊκού, του Πανιωνίου. Ήταν μια μέρα χαράς για ολόκληρη την Ελλάδα».
Ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης διακρίνει με τη σειρά του την αξία του άθλου της ΑΕΚ, ως κάτι που αφορούσε όλους τους Έλληνες την ταραχώδη εκείνη περίοδο: «Ήταν ένας μεγάλος ελληνικός άθλος, η εμβληματική νίκη της ΑΕΚ ήταν το ορόσημο του ελληνικού αθλητισμού. Έχει αίσθηση αλληλεγγύης, εθνικής περηφάνιας και γοήτρου. Αυτό το καταφέρνει ο αθλητισμός».
Συμπληρώνει ο Στέλιος Μάινας για τα ήθος των τότε αθλητών: «Ο αθλητισμός δεν ήταν αυτό που είναι σήμερα, αυτό που ακούγαμε για χρόνια ότι αγωνίζομαι για τη φανέλα ήταν γεγονός. Οι άνθρωποι που έπαιζαν μπάσκετ και ποδόσφαιρο με το δικό τους υστέρημα αγωνιζόντουσαν. Δεν υπήρχε καμία οικονομική απολαβή. Είναι σχετικά καινούριο γεγονός αυτός ο επαγγελματισμός και για αυτό συγκέντρωναν και την αγάπη του κόσμου. Οι οπαδοί της εποχής ήταν από όλες τις κοινωνικές τάξεις και από όλα τα φύλα».
 
1968: Ρήγμα στο Χρόνο
Το 1968 ήταν μία χρονιά πολύ καθοριστική για το μέλλον του κόσμου. Θεωρείται μία χρονιά αιχμής ακόμα και για τη σημερινή πολιτική κατάσταση. Ο δημιουργός επισημαίνει: «Η γενιά που κυβερνά αυτή τη στιγμή τον πλανήτη είναι η γενιά που διαμορφώθηκε από τις ηθικές αξίες του 1968 με όλα τα αρνητικά και θετικά παρελκόμενα.  Την ημέρα που έγινε ο αγώνας σκοτώθηκε ο Martin Luther King, ένα μήνα πριν ξεκίνησε η Άνοιξη της Πράγας που συνεχίστηκε μέχρι τον Αύγουστο που μπήκαν τα σοβιετικά τανκς μέσα στην Πράγα, ένα μήνα μετά τον αγώνα έγινε ο Μάης του ’68, τρεις μήνες μετά τον αγώνα έγινε η δολοφονία του Robert Kennedy. Υπάρχουν πολλά συνταρακτικά γεγονότα και κυρίως τα μεγάλα κινήματα αμφισβήτησης των δύο εδραιωμένων πολιτικών πόλων που υπήρχαν τότε, της Δύσης και της Ανατολής. Κινήματα αντίδρασης στον πόλεμο του Βιετνάμ, κινήματα απελευθέρωσης των γυναικών και τον Αφροαμερικάνων, κινήματα στα πανεπιστήμια στη Γερμανία, στις κομμουνιστικές χώρες, αντιδράσεις ενάντια στο καθεστώς στην Πολωνία, αντιδράσεις στην Τσεχοσλοβακία. Είναι μια χρονιά που ο πλανήτης βράζει και είναι θυμωμένος».
Στρέφοντας το βλέμμα στην Ελλάδα του 1968, ο Τάσος Μπουλμέτης συνεχίζει: «Μέσα σ΄ αυτό το πολιτικό πλαίσιο γίνεται και αυτός ο αγώνας από δύο ομάδες που εκπροσωπούν δύο αντίθετα και ακραία πολιτικά συστήματα. Στη μεν Ελλάδα έχουμε μία δικτατορία που φιμώνει την ελευθερία λόγου, οι δε Τσέχοι έρχονται από ένα κομμουνιστικό καθεστώς που σε μερικούς μήνες, όταν ολοκληρωθεί η άνοιξη της Πράγας, θα ευνουχίσει κάθε δυνατότητα και διεκδίκηση ελευθερίας του τσεχοσλοβάκικου λαού».
 
Παραλειπόμενα
Ο Γιώργος Μητσικώστας εμφανίζεται για πρώτη φορά σε ταινία και μάλιστα υποδύεται έναν χαρακτήρα που έπρεπε να χτίσει και όχι να μιμηθεί, όπως μας έχει συνηθίσει μέχρι σήμερα. Για τις ανάγκες του ρόλου, ο σκηνοθέτης προμήθευσε τον διάσημο κωμικό με βιβλία υποκριτικής και τον καθοδήγησε να ενσαρκώσει έναν ιδιοκτήτη πρακτορείου ΠΡΟΠΟ της εποχής. Ο Μητσικώστας χρειάστηκε να ρίξει τους ρυθμούς της ομιλίας και της κίνησης του για να αναπαραστήσει πειστικά έναν χαρακτήρα του τότε, που οι μανιέρες ήταν διαφορετικές. Στα διαλείμματα ωστόσο επανερχόταν και έκανε τους πάντες να γελάνε με τη μιμητική και σατιρική του δεξιότητα, αφού από μικρός είχε αποστηθίσει την αναμετάδοση του Βασίλη Γεωργίου λέξη προς λέξη.
Οι ηθοποιοί που υποδύονται τα μέλη της ομάδας είχαν την τιμή να γνωρίσουν  τους παλαίμαχους παίχτες της ΑΕΚ και να μάθουν πολλά για τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε. Οι παίχτες της δεκαετίας του ’60 έπαιζαν σχεδόν αποκλειστικά σε ανοιχτά γήπεδα, προπονούνταν στο τσιμέντο με πάνινα παπούτσια, φορούσαν ρούχα που έλιωναν σε κάθε αγώνα και είχαν μάθει να αθλούνται σε συνθήκες στέρησης και φτώχειας. Το ίδιο το άθλημα δεν ήταν τόσο διαδεδομένο όσο σήμερα, γεγονός που φαίνεται από την επεξηγηματική αναμετάδοση του Βασίλη Γεωργίου, ο οποίος με κάθε ευκαιρία ανέφερε τους κανόνες του αθλήματος, τι είναι καλάθι ή τι είναι φάουλ, κατά τη διάρκεια του αγώνα για να μπορεί να παρακολουθεί το κοινό.
Ο Γιώργος Αμερικάνος, αρχηγός της ομάδας τότε, ενσαρκώνεται από τον εγγονό του αδελφού του,  Αλέξανδρο Αμερικάνο. Ο νεαρός ηθοποιός, γέννημα-θρέμμα ΑΕΚτζής κυριολεκτικά από κούνια, μεγάλωσε με τις ιστορίες της ΑΕΚ και τα κατορθώματα του αδελφού του παππού του. Ο ίδιος αναφέρει τα ακούσματα που έχει για τον θρύλο του ελληνικού μπάσκετ και συγγενή του:  « Όλοι όσοι μου έχουν μιλήσει για τον θείο μου, μου λένε ότι ζούσε για το μπάσκετ, ζούσε για την ΑΕΚ, ήταν η ψυχή της ομάδας, ο ηγέτης που έπαιρνε στα δύσκολα στην πλάτη του την ομάδα και τους συμπαίκτες του και τους πήγαινε προς τη νίκη. Ένας απίστευτος σκόρερ, ένας άνθρωπος που λέγανε ότι αν υπήρχε η τηλεόραση τότε για να μπορέσει να μεταδοθεί όλο αυτό το μπασκετικό του μεγαλείο στον κόσμο, ίσως να μη μιλήσουμε μόνο για έναν Γκάλη, αλλά και για έναν Αμερικάνο και για έναν άνθρωπο που δούλευε πάρα πολύ από πάρα πολύ μικρός και έφτιαχνε μπάλες με πανιά γιατί δεν είχαν πλαστικές μπάλες τότε, για να μπορεί να ρίχνει σουτ. Αλλά και γλεντζές και έξω καρδιά. Είναι πολύ συγκινητικό που παίζω κάποιο συγγενή μου, να ζω έστω και μέσα από την οπτική του φακού αυτές τις μοναδικές στιγμές που ζήσανε αυτοί οι άνθρωποι. Αν σκεφτείς ότι ξεκινήσανε ξυπόλητοι και σταδιακά όλος ο κόσμος άρχισε να μιλάει για αυτούς, είναι κάτι το μεγαλειώδες.».
 
Συντελεστές:
Παίζουν: Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Αντώνης Καφετζόπουλος, Γιώργος Μητσικώστας, Στέλιος Μάινας, Μανώλης Μαυροματάκης, Βασιλική Τρουφάκου, Γιάννης Βούρος, Ορφέας Αυγουστίδης, Θέμης Πάνου, Ταξιάρχης Χάνος, Αντώνης Αντωνίου, Ερρίκος Λίτσης, Θοδωρής Κατσαφάδος, Γιώργος Σουξές, Αλέξανδρος Αμερικάνος, Αλέξανδρος Μούκανος, Μαρία Αντουλινάκη, Γιώργος Βουρδαμής
Παραγωγή:  AEK BC & Mάκης Αγγελόπουλος
Σε συμπαραγωγή με την:  Όνιον Φιλμς E.E.
Εκτέλεση Παραγωγής: Viewmaster Films
Μεγάλος Χορηγός: ΟΠΑΠ
Με την υποστήριξη των: Ορίζων Ασφαλιστική, Σμυρναίικος Καφές (της οικογένειας Δρακούλη από το 1925)
 
Μακιγιάζ: Κατερίνα Μιχαλούτσου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αρσένης Πολυμενόπουλος
Ήχος: Δημήτρης Αθανασόπουλος
Sound Design: Χρήστος Γούσιος
Μιξάζ: Κώστας Βαρυμποπιώτης
Ενδυματολόγοι: Εβελίνα Δαρζέντα – Δάφνη Κολυβά
Σκηνογράφος: Αθηναία Σπηλιωτάκου
Οργάνωση Παραγωγής: Ματθαίος Βούλγαρης
Μοντάζ: Λάμπης Χαραλαμπίδης
Sfx: Magikon
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Γιάννης Δασκαλοθανάσης
Executive Producers: Κώστας Λαμπρόπουλος – Γιώργος Κυριάκος
 
Μουσική: Ευανθία Ρεμπούτσικα
Παραγωγή: AEK BC & Μάκης Αγγελόπουλος
Σενάριο – Σκηνοθεσία: Τάσος Μπουλμέτης